«Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω…»

«Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω…»

Ο Σεπτέμβριος είναι για όλους τους γονείς δύσκολος μήνας. Είναι ο μήνας της επιστροφής από τις διακοπές, ο μήνας των σφιχτών προγραμμάτων που θα πρέπει να ακολουθήσει όλη η οικογένεια την τρέχουσα χρονιά, είναι ο μήνας της προσαρμογής για όλους. Κάθε μέρα, σχολικά αυτοκίνητα πλημμυρίζουν τους αθηναϊκούς δρόμους και μέσα σε αυτά είναι τα παιδιά, άλλοτε κοιμισμένα κι άλλοτε πιο κεφάτα, να μετρούν τις ώρες της διαδρομής τους. Με αφορμή την οικεία εικόνα των σχολικών, παραθέτω μια ιστορία η οποία είναι εμπνευσμένη και διατυπωμένη σε ελεύθερη απόδοση από ένα καταπληκτικό βιβλιαράκι που διάβασα αυτές τις μέρες στις κόρες μου και φέρει τον τίτλο «Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω» του Σάκη Σερέφα, εκδόσεις Μεταίχμιο.

Η ιστορία του παραμυθιού

Η ιστορία ξεκινά κάπως έτσι:

Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας δρόμος. Ένας δρόμος τόσο μικρός που όλα τα ζώα τον κορόιδευαν και τον περιγελούσαν.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια, ο δρόμος μεγάλωνε κι άρχισε να σκαρφαλώνει τα βουνά, να περνάει μέσα από τα χωριά και τις πεδιάδες. Ήταν όμως ακόμα φοβισμένος και τις περισσότερες φορές κρυβόταν, όταν άκουγε δυσάρεστα λόγια, όπως «τι κατσικόδρομος είναι αυτός» κι άλλα τέτοια σχόλια που τον απογοήτευαν και τον στεναχωρούσαν.

Όμως ο δρόμος συνέχιζε να μεγαλώνει κι άρχισε να ακούει πότε πότε και λόγια ευχάριστα να λένε για αυτόν, όπως: «επιτέλους ένας δρόμος που μπορώ να πάω στο χωράφι μου γρήγορα και ξεκούραστα».

Κι ο δρόμος μεγάλωνε και γινόταν λεωφόρος για να μπορούν τα παιδιά να πηγαίνουν σχολείο, οι γονείς στις δουλειές τους, τα ασθενοφόρα στα νοσοκομεία, οι έμποροι στα μαγαζιά τους. Κι ο δρόμος όλο και τεντωνόταν και πάνω του περπατούσαν άνθρωποι μικροί, μεγάλοι, ποδήλατα, πατίνια, καρότσια κι ο δρόμος πια έμαθε να είναι ποδηλατόδρομος, αυτοκινητόδρομο, πεζόδρομος. Αν και κουραζόταν πολύ, του άρεσε γιατί ένιωθε χρήσιμος και σημαντικός. Βέβαια δεν ήταν λίγες οι φορές που θύμωνε, όταν τον κουτσουλούσαν τα πουλιά ή όταν έκαναν εμετό τα παιδιά πάνω του, γιατί ο δρόμος σιχαινόταν τις βρομιές και τις αρρώστιες. Ο δρόμος, όμως, συνέχιζε να μεγαλώνει και να συναντάει κι άλλους δρόμους. Καθώς ένιωθε ζαλισμένος από τις πολλές διασταυρώσεις του, γινόταν όλο και πιο σοφός, γιατί μάθαινε ιστορίες πολλές, και έμαθε να τραβάει το δικό του δρόμο.

Υπήρχαν όμως και μέρες που ο δρόμος ένιωθε μοναξιά. Τότε περίμενε απεγνωσμένα κάποιον για να τον κάνει να νιώσει και πάλι σημαντικός. Ανυπόμονος ως ήταν έτρεχε πέρα – δώθε, ανέβαινε βουνά, περνούσε πάνω από ποτάμια, κι όλα αυτά για να εντυπωσιάσει, για να έχουν να λένε κάτι για αυτόν. Ώσπου συνάντησε έναν παππού που του είπε:
«αρκεί να είσαι ο εαυτός σου κι όλα θα πάνε μια χαρά!».

Ο δρόμος πρόλαβε να φωνάξει: «και πως θα με θυμούνται;»

Κι ο παππούς είπε «μην στεναχωριέσαι, θα σε βάλω εγώ στις ιστορίες μου για να μην σε ξεχάσουν ποτέ!» και έπειτα ο παππούς εξαφανίστηκε...

Μέσα από τις ιστορίες του παππού, οι άνθρωποι χρησιμοποιούν τον δρόμο σαν μια ευχή «καλό σου δρόμο, όπου και να πας».

Η παραβολή του παραμυθιού

Σκέφτομαι ότι η ιστορία του δρόμου είναι η ιστορία κάθε παιδιού στη ζωή, κάθε παιδιού που βλέπω το προσωπάκι του από το παράθυρο του σχολικού, ανυπόμονο να φτάσει κάπου. Η ιστορία του δρόμου αποκαλύπτει τις εμπειρίες που θα αποκτήσει κάθε παιδί, τους ανθρώπους που θα συναντήσει, τις ανατροπές που θα γνωρίσει κι όλα αυτά μαζί θα το μεγαλώνουν και θα το ωριμάζουν- ώσπου να έρθει ο επόμενος Σεπτέμβρης και να ξεκινήσει πάλι την ίδια διαδρομή με το σχολικό του!

Εύχομαι καλή σχολική χρονιά και κουράγιο σε παιδιά και γονείς!

 

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΜΠΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ

Γραφτείτε στο Newsletter μας

Διαγωνισμοί, δώρα και τα πάντα για το παιδί και την οικογένεια!

v