«Κι εμείς φάγαμε ξύλο, αλλά δεν πάθαμε τίποτα»

«Κι εμείς φάγαμε ξύλο, αλλά δεν πάθαμε τίποτα»

«Κι εμείς που δεν είχαμε φάρμακα να πάρουμε, τι πάθαμε;», «Κι εμένα που μου έδινε καμιά ξυλιά η μάνα μου όταν δεν την σεβόμουν, τι έπαθα; Μια χαρά βγήκα!» και άλλες αντίστοιχες εκφράσεις «δίνουν και παίρνουν» σε μαμαδοσυζητήσεις... live ή διαδικτυακές. Τέτοιου είδους επιχειρήματα -που ανάγουν την παιδαγωγική και τις ορθές ή μη πρακτικές της στο προσωπικό βίωμα- είναι ούτως ή άλλως λάθος, αλλά χρησιμοποιούνται σε μια λογική αντίδρασης στο «overparenting», που λένε και οι φίλοι μας οι Αγγλοσάξονες.

Πράγματι, το θέμα «μαμά-παιδί-διαπαιδαγώγηση» δίνει στις μέρες μας ψωμί σε πολύ κόσμο. Συντάκτες, εκδότες, ψυχολόγοι, ψυχαναλυτές, διατροφολόγοι, αναπτυξιολόγοι, επιχειρηματίες, καναλάρχες, βιομηχανίες και δεκάδες άλλοι κλάδοι απασχόλησης στηρίζονται στην ανησυχία του σύγχρονου, στρεσαρισμένου ανθρώπου ότι είναι ανεπαρκής γονιός για να βγάλουν τα προς το ζην. 

Το γιατί οι ανησυχίες και η αίσθηση ανεπάρκειας των γονιών του καιρού μας έχει χτυπήσει κόκκινο, είναι άλλου παπά Ευαγγέλιο. Πρόχειρα, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι ο ρόλος της μαμάς -σκέτος, γυμνός, χωρίς άλλη ιδιότητα- είναι σπανιότερος σε σχέση με παλιά κι αυτό έχει ως αποτέλεσμα να «παράγονται» μαμάδες... λιγότερο επαγγελματίες από τις μεγαλύτερες.

Ταυτόχρονα, σήμερα έχουμε πρόσβαση σε όποια σχεδόν πληροφορία θέλουμε και, ως γνωστόν, οι γνώσεις φέρνουν σκοτούρες. Αν διαβάζεις καθημερινά ότι το ξύλο απαγορεύεται δια ροπάλου (οξύμωρο, ε;), ότι οι απειλές και οι τιμωρίες είναι τραυματικές και ότι πρέπει να είσαι ένας Όσιος με ιώβεια υπομονή για να θεωρηθείς άξιος και καλός γονιός, είναι γεγονός ότι η κατάσταση αρχίζει να σου τη δίνει λίγο στα νεύρα. Πολλά «πρέπει» μαζεύονται για τις σημερινές μαμάδες και ναι, το προαναφερθέν «οverparenting» -η τάση δηλαδή για υπερβολές και υστερίες ως προς την διαπαιδαγώγηση και την ανατροφή των παιδιών- είναι της μόδας. 

Γι' αυτό πολλοί γονείς αντιδρούν. Μετά το πέμπτο σερί άρθρο που διαβάζεις με τίτλο «Πώς καταστρέφεις άθελά σου τον ψυχισμό του παιδιού σου» είναι λογικό να έχεις νεύρα σου, να φτύσεις ένα θυμωμένο «άι σιχτίρ» και να καταλήξεις στο βολικό: «Κι εμείς που δεν μας πρόσεχαν τόσο, τι πάθαμε; Μια χαρά βγήκαμε!».

Η λογική είναι εξής: 

-Έχω φτάσει στο αμήν με τις υπερβολές και τα πρέπει συντακτών, ψυχολόγων και παιδιάτρων. 

-Νιώθω, από τη μία ανασφάλεια για κάθε μου κίνηση επειδή αγωνιώ για τα παιδιά μου και τις ικανότητές μου ως γονιού και θυμό από την άλλη, γιατί κάποιοι (που μπορεί να μην έχουν καν παιδιά) δεν εννοούν να σταματήσουν να υπογραμμίζουν τα λάθη μου (και μάλιστα με ύφος περισπούδαστο).

-Ψάχνω να βρω ένα τρόπο να καθησυχάσω τον εαυτό μου (γιατί το έχω ανάγκη) και καταλήγω στο εύλογο συμπέρασμα ότι όλα αυτά είναι υπερβολές κι ότι κανείς δεν καταστρέφεται αν φάει λίγη παραπάνω ζάχαρη, αν κοιμηθεί τα πρώτα 6,7 χρόνια της ζωής του δίπλα στη μαμά ή αν φάει και καμιά ξυλιά στα οπίσθια όταν αντιμιλάει. Οι γονείς μου τα έκαναν όλα αυτά σε μένα και δεν κατέληξα ούτε εγκληματίας, ούτε παλιάνθρωπος, ούτε διαλυμένη προσωπικότητα.

Είναι απόλυτα λογικός ο εκνευρισμός, η αίσθηση ότι όλοι και όλα πιέζουν για την τελειότητα και ότι κανείς δεν μπορεί ξαφνικά να συμβιβαστεί με κάτι λιγότερο από ένα γονιό-πρότυπο που δεν φωνάζει, δεν ασκεί βία, δεν το παρακάνει με τα «μπράβο», δεν δίνει ποτέ απαγορευμένες τροφές στο παιδί του και δρα σύμφωνα με τις επιταγές της σύγχρονης παιδοψυχολογίας.

Πρέπει όμως να κάνουμε ένα βήμα πίσω, να καθαρίσουμε το μυαλό μας από τις δικές μας αγωνίες, να απαλλαχθούμε από τις σκέψεις που μας τυφλώνουν και να δούμε αυτό που, τελικά, είναι πασιφανές: παλιά, ο κόσμος δεν ήξερε τι έκανε. 

Παλιά, φορτώναν τα παιδιά στην καρότσα και όλοι μαζί πήγαιναν για «τα μπάνια του λαού» με 80 χιλιόμετρα την ώρα, στους καρόδρομους, χωρίς ίχνος αίσθησης οδικής ασφάλειας. 

Παλιά, αν σου ξέφευγε ένα "ι" στη θέση του "οι", ο δάσκαλος σου έριχνε και ένα κατακέφαλο/ μια «καμτσικιά» στα χέρια/ ένα κεφαλοκλείδωμα επειδή είσαι τεμπέλης και αδιάβαστος και θα όφειλες να ξέρεις την ορθογραφία σου σαν την παλάμη του χεριού σου. 

Παλιά, τα παιδιά έτρωγαν ό,τι υπήρχε στο σπίτι γιατί η επιστήμη δεν είχε ανακαλύψει πόσο κακό κάνουν στην ανάπτυξή τους κάποιες τροφές. 

Παλιά, οι γονείς κάπνιζαν από τρία πακέτα έκαστος, στην καμαρούλα μια σταλιά δύο επί τρία, που κοιμόταν το μωρό, γιατί «Τίποτα δεν παθαίνει, μωρέ. υπερβολές των γιατρών.»

Παλιά, οι σύγχρονες κοινωνίες επέτρεπαν την παιδική εργασία. 

Παλιά, ο δυσλεκτικός ήταν χαζός. 

Και, πιο παλιά, τα κορίτσια παντρεύονταν στα 16. 

Αυτό που προσπαθούμε να πούμε είναι ότι το δοκιμασμένο, δεν είναι απαραίτητα το πιο καλό. Αυτό που έχει γίνει, δεν δικαιώνεται από την ιστορία ως γενόμενο. Παλιά η ενημέρωση ήταν λιγότερη, όπως ήταν και οι ειδικοί λιγότεροι -το ίδιο και οι επιστήμες. 

Οι επιστήμες προχωρούν και είναι στις υπηρεσίες μας. Ναι, υπερβολές ακούγονται και ναι, υφίσταται εκμετάλλευση της αγωνίας των σημερινών γονιών. Αυτό όμως δεν σημαίνει -δεν πρέπει να σημαίνει- ότι θα πετάμε απ' το παράθυρο τη γνώση που μας κάνει να νιώθουμε άβολα. 

Η λογική του «δεν πάθαμε τίποτα» υποδηλώνει ότι μεγαλώνεις ένα παιδί με σκοπό να... το κρατήσεις στη ζωή σε καλή κατάσταση. Αποστολή των γονιών όμως -όπως κάθε γονιός ξέρει τελικά- δεν είναι η επιβίωση των παιδιών του. Είναι να δώσει και να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να μεγαλώσει παιδιά υγιή, ισορροπημένα, ευγενικά που δεν θα έχουν στην ενήλικη ζωή τους να λύσουν τα προβλήματα της παιδικής τους ηλικίας.

Το να αντιστοιχείς τις παιδαγωγικές μεθόδους του σήμερα με αυτές του χτες και να βρίσκεις το χτες καλύτερο είναι τρελό. Μπορεί σήμερα ο κόσμος να είναι πράγματι λίγο πιο φοβικός -και, αν θέλετε, πιο υστερικός- αυτό όμως συμβαίνει γιατί ανησυχεί και ενημερώνεται περισσότερο. Τώρα ξέρουμε ότι το κάπνισμα σκοτώνει. Τώρα ξέρουμε ότι όλα τα παιδιά δεν μαθαίνουν με τον ίδιο τρόπο κι ότι ο κακός μαθητής, δεν είναι χαζός. Τώρα ξέρουμε ότι η υπερπροστασία φτιάχνει ανθρώπους εξαρτημένους και ελλιπείς. Ότι η βία, φέρνει βία. Γιατί να εγκλωβίζεσαι στις πρακτικές του παρελθόντος;

Και, εν τέλει, ας το παραδεχτούμε: πάθαμε πολλά και διάφορα και όχι, δεν είμαστε «μια χαρά».

Μάθαμε να αδιαφορούμε για την υγεία μας επειδή παλιότερα δεν ήταν «στη μόδα» ούτε η σωστή διατροφή, ούτε η άσκηση, ούτε τα πολλά πάρε-δώσε με τους γιατρούς (άσε που οι γιατροί ήταν λιγότεροι). Μάθαμε να πετάμε τα σκουπίδια μας στο δρόμο, γιατί οι οικολόγοι παλιά, ήταν κάτι φρικιά με περίεργα μαλλιά που δεν ενέπνεαν πολλή εμπιστοσύνη. Μάθαμε ότι όταν κάνουμε λάθος, μας αξίζει να φάμε και καμιά σφαλιάρα.

Οι γονείς μας και οι παππούδες μας έβαζαν τα δυνατά τους και έδιναν τον καλύτερό τους εαυτό. Εμείς, κάνουμε το ίδιο, μόνο που έχουμε την ευκαιρία να πάρουμε και κανένα μικρό ή μεγάλο μάθημα από τα λάθη των προκατόχων μας.

Γιατί να είμαστε το ίδιο καλοί, αφού μπορούμε να είμαστε καλύτεροι;

 

 

v