Όταν η νονά εξαφανίζεται…

Όταν η νονά εξαφανίζεται…

Μια μαμά περιγράφει πώς η αρχικά ζεστή σχέση που είχε με τη νονά του παιδιού της, για λόγους ασήμαντους που και η ίδια δυσκολεύεται να καταλάβει, οδηγήθηκε στο να νιώθουν σήμερα, εκείνη με τη φίλη της, δύο ξένες. Και είμαστε βέβαιοι, ότι δεν είναι η μόνη μαμά που έχει αυτό το παράπονο από τους ανάδοχους του παιδιού της…

«Μέναμε στην ίδια πολυκατοικία. Γίναμε γρήγορα φίλες, γιατί εγώ ακόμα τότε ήμουν ελεύθερη και εκείνης η κόρη πήγαινε στο Δημοτικό, οπότε τα πρωινά, αφού την άφηνε στο σχολείο, ερχόταν στο σπίτι μου για καφέ. Εγώ τότε δούλευα, απογεύματα μόνο, ως κομμώτρια. Καμιά φορά της έβαφα και τα μαλλιά. Την ένιωθα σαν μεγάλη μου αδερφή. Δύο χρόνια μετά την πρώτη μας γνωριμία παντρεύτηκα. Δυσκολεύτηκα να μείνω έγκυος και εκείνη ήταν που με πήγε σε δύο διαφορετικούς γιατρούς, μέχρι να βρούμε τι φταίει. Τελικά, έπειτα από πολλές δυσκολίες, κατάφερα να φέρω στον κόσμο την κόρη μου. Θεώρησα υποχρέωσή μου να την «χρίσω» νονά της –ο άντρας μου συμφώνησε χωρίς δεύτερη σκέψη.

Τα πρώτα χρόνια, όσο η κόρη μου ήταν ακόμα μωρό, είχε συχνές επαφές με τη νονά της. Βοηθούσε σίγουρα το ότι μέναμε στην ίδια πολυκατοικία. Όσο η κόρη μου μεγάλωνε -παραδέχομαι, ήταν ζωηρό παιδάκι- η νονά μας άρχισε να την αποφεύγει με την δικαιολογία ότι η κόρη της είχε πλέον πολύ διάβασμα για το σχολείο και η μικρή μου ενοχλούσε. Σταμάτησα κι εγώ να της την πηγαίνω τόσο συχνά.

Δημιουργήθηκε μια παρεξήγηση μεταξύ μας, όταν σε κάποια γενέθλια της μικρής δεν κατάφερε να έρθει. Αργότερα ψυχραθήκαμε λίγο περισσότερο, γιατί ο άντρας της σταμάτησε να ψωνίζει κρέας από το μαγαζί του δικού μου. Ξέρω σίγουρα ότι θύμωσε μαζί μου, γιατί δεν στάθηκα όσο έπρεπε στο πλευρό της όταν έσπασε το χέρι της σε 3 σημεία και δεν είχε καμία βοήθεια, όμως τότε είχα πλέον δύο παιδιά κι έτρεχα και δεν έφτανα όλη μέρα.

Λίγο πριν η κόρη μου κλείσει τα 6 η νονά, με την οικογένειά της, μετακόμισαν σε άλλη γειτονιά. Δεν μου είπε καν πού ακριβώς πήγανε. Απλά μου το ανακοίνωσε πεταχτά κάποια στιγμή που τη συνάντησα τυχαία στο ασανσέρ. Ήταν από τις τελευταίες φορές που την είδα. Πλέον έχουμε να συναντηθούμε περίπου 10 χρόνια. Δεν έχω κάνει καμία προσπάθεια να την προσεγγίσω –δεν το κρύβω. Όμως… εκείνη ως νονά, δεν έχει ανάγκη να δει το βαφτιστήρι της; Το πνευματικό της παιδί; Που όλα αυτά τα χρόνια δεν σταματούσε να ρωτάει για εκείνη; Που ακόμα και σήμερα που είναι μεγάλη κοπέλα, δεν έχει καταλάβει γιατί εκείνη δεν έχει νονά, ενώ όλα τα υπόλοιπα παιδιά έχουν;

Μερικές φορές αναρωτιέμαι, αν εκείνη σκέφτεται τα ίδια.

Της λείπει άραγε η μικρή;

Αναρωτιέται ποτέ πώς να έχει γίνει; Αν ψήλωσε, αν πάχυνε, αν είναι καλή μαθήτρια; Αν έχει φίλες, αν έχει χόμπυ, τι θέλει να σπουδάσει;

Ένοιωσε, άραγε, κάποιο Πάσχα άσχημα που η κόρη μου δεν έλαβε από τη νονά της το παραμικρό δώρο; Που αναγκάζεται πλέον ο νονός του γιου μου, τον οποίον επιλέξαμε να είναι ο αδερφός του άντρα μου για να μη μας «φύγει» κι αυτός, να αγοράζει κάθε φορά δύο δώρα;

Αναρωτιέμαι, επίσης, με τι καρδιά εγκαταλείπεις έτσι ένα μικρό παιδί; Και γονιός να μην είσαι (που εκείνη ήταν) δεν μπορεί να αδιαφορείς εντελώς για το κενό που αφήνεις πίσω σου, για τα συναισθήματα απογοήτευσης που προκαλείς.



Ακόμα κι αν δεν ζήτησες εσύ να γίνεις νονός, αλλά κατά κάποιον τρόπο ο ρόλος σου “φορτώθηκε”, δεν παύεις να είσαι έστω ηθικά δεσμευμένος απέναντι στο παιδί. Και δεν θα αναφερθώ στον θρησκευτικό “όρκο” που δίνεις ενώπιον Θεού και μαρτύρων, να συμβάλλεις πνευματικά στην ανατροφή του, αλλά στην ανθρώπινη, ουσιαστική παρουσία που «απαιτεί» αυτός ο ρόλος και που πίστευα πως ήθελες κι εσύ να έχεις.

Μπορεί, βέβαια, να φταίω κι εγώ. Να έκρινα λάθος. Να θεώρησα ότι θα στεκόσουν πάντα στο πλευρό μας -στο πλευρό της- όπως στάθηκες, προκειμένου να έρθει στον κόσμο. Και ότι επειδή ήσουν ήδη μαμά (αφοσιωμένη μαμά) και με σχετική οικονομική άνεση, δεν θα σε επιβάρυνε με κάποιον τρόπο η νέα αυτή ευθύνη σου. Ίσως να σου επιβλήθηκα με απαιτήσεις, στις οποίες τελικά να μην είχες διάθεση να ανταποκριθείς. Μπορεί απλά να μετάνιωσες –για λόγους που δεν θα μάθω, μάλλον, ποτέ.

Αν, πάντως, τύχει να φτάσει στα χέρια σου αυτό το γράμμα. Ή έστω αν διαβαστεί από κάποιον άλλο νονό που ίσως δεν έχει πάρει τον ρόλο του πολύ στα σοβαρά, να ξέρεις ότι δεν σου κρατάω κακία. Η κόρη μου μεγάλωσε και χωρίς εσένα. Της είπα την αλήθεια –“η νονά σου εξαφανίστηκε”, και έτσι έπαψε κι εκείνη να ρωτά. Κι όση πικρία κι αν νιώθω μέσα μου για τη στάση σου, οφείλω να σου αναγνωρίσω κάτι: Μπορεί να μη στάθηκες αντάξια του ρόλου σου, μπορεί να μην ανταποκρίθηκες, όπως συνηθίζουν οι νονές, στην ευθύνη, όμως η κόρη μου πήρε από εσένα ένα σκληρό αλλά καλό μάθημα. Ότι στην πραγματική ζωή δεν υπάρχουν νεράιδες που φτιάχνουν άμαξες από κολοκύθες και πλουμιστά φορέματα από κουρέλια. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που μένουν ή φεύγουν, συχνά χωρίς να είναι στο χέρι σου να τους σταματήσεις. Άνθρωποι διαφορετικοί από εμάς. Άνθρωποι με αδυναμίες. Και άνθρωποι που με τον τρόπο τους μας μαθαίνουν πώς να ΜΗΝ είμαστε.»

v