«Γιατί δεν αναγκάζω τα παιδιά μου να φιλάνε τους συγγενείς»

«Γιατί δεν αναγκάζω τα παιδιά μου να φιλάνε τους συγγενείς»

Το σκηνικό είναι λίγο-πολύ γνωστό σε κάθε άνθρωπο που μεγαλώνει παιδιά: πηγαίνετε ή δέχεστε μια επίσκεψη από κάποιον φίλο/ συγγενή/ γνωστό/ συνάδελφο. Εκείνος είναι πολύ διαχυτικός με το παιδί. Αντίθετα, το παιδί είναι σε θέση άμυνας. Δεν θέλει ούτε να τον/ την φιλήσει, ούτε να χαρίσει αγκαλίτσες, ούτε να καθίσει στα πόδια του.

Το ζητούμενο σ’ αυτή την περίπτωση είναι η στάση του γονιού. Τι πρέπει να κάνει; Να πιέσει το παιδί να δείξει μια διαχυτικότητα που δεν διαθέτει ή που δεν θέλει να διαθέσει, ούτως ώστε να μην εκτεθεί στον καλεσμένο του ή να το αφήσει στην ησυχία του και να σεβαστεί την άρνησή του;

Μια φίλη της σελίδας, η Μάρω Χ., φιλόλογος και κάτοικος Θεσσαλονίκης, μας έστειλε ένα κείμενο στο οποίο εξηγεί γιατί δεν ανάγκασε ποτέ τα παιδιά της να αγκαλιάσουν ή να φιλήσουν ακόμα και τους πιο στενούς συγγενείς. Βρήκαμε τα επιχειρήματά της σοβαρά γι’ αυτό μοιραζόμαστε μαζί σας τις σκέψεις της.

«Πριν μερικές μέρες ήρθε στο σπίτι να μας επισκεφτεί η πεθερά μου. Μένει μόνιμα εκτός Θεσσαλονίκης, γι’ αυτό τα παιδιά μου δεν την βλέπουν συχνά. Οι μεγάλοι μου γιοι την αγαπούν και χαίρονται πολύ όταν την βλέπουν. Αντίθετα η μικρή μου –είναι σχεδόν 6 πια- δεν νιώθει το ίδιο άνετα μαζί της όσο με τη δική μου μαμά.

Η πεθερά μου προσπάθησε πολλές φορές να προσεγγίσει τη μικρή, εκείνη όμως ήταν ανένδοτη. Ούτε φιλάκι, ούτε αγκαλιά, ούτε να καθίσει στα πόδια της ήθελε. Η μαμά μου, που ήταν παρούσα, της έλεγε «Πήγαινε κοριτσάκι μου να δώσεις φιλάκι στη γιαγιά που σ’ αγαπάει!» ενώ η πεθερά μου προσπαθούσε να κερδίσει λίγα ψίχουλα αγάπης απ’ τη Σοφία.

Τι έπρεπε λοιπόν να κάνω; Να πιέσω την κόρη μου να φιλήσει και να αγκαλιάσει τη γιαγιά της που την παρακαλούσε για λίγη τρυφερότητα ή να σεβαστώ την επιθυμία της –ή, μάλλον, την έλλειψη επιθυμίας της;

Εγώ διαλέγω να μην αναγκάζω ποτέ τα παιδιά μου ούτε να φιλούν, ούτε να αγκαλιάζουν κανέναν αν δεν το επιθυμούν. Κανέναν. Κι ας γίνομαι αντιπαθητική και δυσάρεστη και τα παιδιά μου «αγενή».

Γιατί;

Γιατί, πριν και πάνω απ’ όλα, η τρυφερότητα είναι αίσθημα που γεννιέται, χτίζεται, δημιουργείται, κερδίζεται. Δεν επιβάλλεται. Πιστεύω ακράδαντα πώς κανείς δεν μπορεί να πείσει κανέναν να νιώσει κάτι –ακόμη κι αν θέλει, δεν μπορεί! Δεν θέλω να καταπιέσω τα παιδιά μου να νιώσουν οικεία και τρυφερά για κανέναν. Μόνα τους θα χτίσουν τις σχέσεις τους και φυσικά θα τις ενισχύσω, αλλά δεν διανοούμαι να τα αναγκάσω να γίνουν εκδηλωτικά αφού δεν νιώθουν έτσι!

Γιατί δεν θέλω τα παιδιά μου να μάθουν να υποκρίνονται. Δεν θέλω τα παιδιά μου να μάθουν από τη μαμά τους, ότι πρέπει να γινόμαστε εκδηλωτικοί και αγαπησιάρηδες όταν οι κοινωνικές περιστάσεις το απαιτούν, για χάρη των τύπων. Έχουν όλο τον χρόνο μπροστά τους να δημιουργήσουν μια σχέση αγάπης με όποιον είναι εκεί για να την χτίσει. Δεν είναι παιδιά αποστειρωμένα, υπερβολικά ντροπαλά ή ψυχρά. Απλώς θέλουν τον χρόνο τους και έχουν τα «θέλω» τους, όπως κάθε άνθρωπος ανεξαρτήτως ηλικίας.

Γιατί το σώμα τους, τους ανήκει και δεν είναι υποχρέωσή τους να ευχαριστούν κανέναν μ’ αυτό, πέρα απ’ τον εαυτό τους.Όχι, ένα φιλί στη γιαγιά που τόσο το θέλει, δεν θα κάνει τα παιδιά μου μελλοντικά θύματα κακοποίησης. Όμως γιατί να μάθεις σε ένα παιδί ότι είναι καλό να σε αγγίζουν ή να αγγίζεις ανθρώπους παρά τη θέλησή σου; Φροντίδα και έγνοια κάθε μαμάς δεν είναι να μάθει στα παιδιά της να αγαπούν και να σέβονται το σώμα τους; Νομίζω πώς με το να πιέζουμε να γίνουν εκδηλωτικά τους περνάμε το εντελώς αντίθετο μήνυμα.

Γιατί θέλω το παιδί μου να μάθει να ακολουθεί το ένστικτό του. Γιατί δεν θέλω να μην νιώθει άβολα, εφόσον δεν γίνεται αγενές. Γιατί πιστεύω ότι πρέπει να σέβομαι τις επιθυμίες του, για να με σέβεται κι αυτό.»

v