«Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι με άλλα τρία αδέρφια κι έναν πατέρα που δούλευε συνέχεια. Αυτός ήταν και ο λόγος που η μαμά μας αποφάσισε να σταματήσει τη δουλειά για να μας φροντίζει όλους. Έτσι ξέραμε, δηλαδή γιατί στην πραγματικότητα, η μητέρα μου δεν μπορούσε να εργαστεί.
Δεν μπορούσε γιατί έπασχε από κατάθλιψη. Πολύ πριν η κατάθλιψη γίνει μια ευρέως γνωστή πάθηση, όταν ο “μελαγχολικός” άνθρωπος έπρεπε να φροντίσει μόνος του τον εαυτό του. Να σηκώνεται κάθε πρωί και να ψάχνει μέσα του λίγα ψήγματα θέλησης για να συνεχίσει τη μέρα του κανονικά.
Ευτυχώς, η μητέρα μου ήταν από εκείνους τους ανθρωπους που, κουτσά στραβά, τα καταφέρνουν.
Το πως δεν το μάθαμε ποτέ, αλλά η μάνα μου κατάφερε να μην παραιτηθεί. Ακόμη κι αν κάποιες μέρες τις περνούσαμε βλέποντας ώρες ατελείωτες τηλεόραση μαζί της γιατί δεν είχε κουράγιο για τίποτε άλλο. Είχε όμως πάντα κουράγιο να μας πει πόσο μας αγαπάει. Ποτέ δεν παραιτήθηκε απ’ αυτό κι ίσως εκεί κρύβεται και το μυστικό της.
Ήμουν η μικρότερη της οικογένειας κι έτσι μεγάλωσα έχοντας παράδειγμα τ’ αδέρφια μου. Εκείνα μου έμαθαν όσα η μαμά μας δεν μπορούσε γιατί περνούσε τις “σκοτεινές της μέρες” κι εκείνα μου έδειξαν πως να την “ξυπνάω” όταν η ψυχική κούραση της έπαιενα από κάτω. Έτσι, όταν ξεκίνησα σχολείο ήξερα να βάζω το ξυπνητήρι, να ετοιμάζω το πρωινό μου και να τακτοποιώ πριν φύγω για να βρει η μαμά την κουζίνα όμορφη, να φτιάξει λίγο η διάθεσή της.
Δεν ξέρω αν έπιανε, αλλά το μεσημέρι ήταν πάντα πιο ευδιάθετη. Κι εγώ το εκμεταλλευόμουν, βάζοντάς την να με βοηθήσει με τα μαθήματα γιατί ήταν μορφωμένη και πάρα πολύ έξυπνη. Ήταν η μοναδική απ’ την οικογένειά της που είχε σπουδάσει ποτέ και μάλιστα με υποτροφία κι αυτό ήταν κάτι που οι παππούδες μας το περηφανεύονταν συχνά. Ίσως γιατί και εκείνοι δεν ήξεραν πώς αλλιώς να βοηθήσουν την κόρη τους.
Κι όμως, θα ‘πρεπε να είναι διπλά περήφανοι γιατί όσο δύσκολο κι αν ήταν κατά περιόδους, εκείνη δεν έπαψε ποτέ να είναι μια τρυφερή και στοργική μάνα για όλους μας.
Αγαπούσε να περνά χρόνο μαζί μας και έβαζε τα δυνατά της να συμμετέχει στις παλαβομάρες μας και να μην αφήνει καμία “καλή” στιγμή της ανεκμετάλλευτη. Βλέποντας πόσο την αγαπούσαν τ’ αδέρφια μου, ποτέ μου δεν το αμφισβήτησα ούτε ένιωσα πως στερούμαι κάτι.
Μεγαλώνοντας, βέβαια, όταν έμεινα τελευταία στο πατρικό μας, είδα τη μητέρα μου να παραιτείται σταδιακά και την ψυχή της να αδειάζει από δυνάμεις. Ήταν λίγο σαν να πάλευε με νύχια και με δόντια τόσα χρόνια για να είναι μια καλή μητέρα και τώρα που κόντευα κι εγώ να ενηλικιωθώ, είχε αρχίσει να παραδίνει τα όπλα.
Λίγα χρόνια αργότερα τη χάσαμε. Ο πατέρας μου είχε φύγει λίγο πριν και δεν της ήταν εύκολο να αντιμετωπίσει τη ζωή μόνη. Προσπαθήσαμε να την πείσουμε να ζήσει με κάποιον από εμάς, τα παιδιά της, αλλά μάταια.
Όταν έγινα κι εγώ μητέρα, έβαλα πολλές φορές τον εαυτό μου στη θέση της, ειδικά όταν ένιωθα πως δεν έχω κουράγιο να κάνω ούτε τα βασικά. Σκεφτόμουν πόσο δύσκολο ήταν για ‘κείνη και για τις άλλες μανάδες που μπορεί να παλεύουν με την κατάθλιψη. Κι έλεγα από μέσα μου πως δεν έχω το δικαίωμα να βαρυγκομώ, όταν η μάνα μου έκανε τόσα πολλά για μας κάτω από τόσο μεγάλη πίεση.
Κατά κάποιον τρόπο, η μάχη με τον εαυτό της που έδινε μπροστά στα μάτια μας, με έκανε καλύτερη.
Και μου έδειξε πως η αγάπη για τα παιδιά σου μπορεί να κάνει θαύματα και να σε βγάλει νικητή ακόμη κι αν ο αγώνας είναι άνισος.»