Υπερ-μαμά ή μαμά γεμάτη ενοχές;

Υπερ-μαμά ή μαμά γεμάτη ενοχές;

Υπάρχει μία φράση που λένε οι Εβραίοι ότι «ο Θεός δε μπορούσε να βρίσκεται παντού ανά πάσα στιγμή, γι'αυτό δημιούργησε τις μαμάδες». Πριν φτάσουμε, όμως, να κατηγορήσουμε τους Εβραίους ότι μας επέβαλαν να είμαστε υπερ-μαμάδες, η δημοσιογράφος, συγγραφέας και τηλεοπτική παραγωγός Wendy Sachs τα «βάζει κάτω» και αναρωτιέται κατά πόσο τελικά καταφέρνουμε να τα κάνουμε όλα όπως πρέπει:

Η ζωή των σημερινών μαμάδων είναι πολύ ευκολότερη από αυτή των δικών μας μαμάδων, σε πολλά επίπεδα. Παρ'όλα αυτά, οι μαμάδες σήμερα είναι πολύ πιο στρεσαρισμένες και εξαντλημένες. Όποια απόφαση κι αν πάρουμε στο τέλος καταλήγουμε να νιώθουμε ένοχες ή γεμάτες εσωτερικές συγκρούσεις.

Με την πληθώρα διαθέσιμων εναλλακτικών που απλώνεται μπροστά μας, η μητρότητα έχει γίνει πολύ πιο σύνθετη. Οι μαμάδες μας είχαν λιγότερες επιλογές, μικρότερες προσδοκίες και συχνά πιο απλή ζωή. Οι περισσότερες έκαναν παιδιά στα 20-25 και στη συνέχεια προχωρούσαν στην καριέρα τους ή όχι. Έκαναν το κάθε πράγμα με τη σειρά του. Εμείς τα κάνουμε όλα ταυτόχρονα, με τα κινητά να χτυπούν και το μπλε φως του BlackBerry να μας γνέφει. Η τεχνολογία έχει δημιουργήσει για εμάς μία εργάσιμη εβδομάδα με 7 ημέρες και 24 ώρες, με ατελείωτες υπερωρίες χωρίς όρια.

Πώς να μην είναι πιο δύσκολα τα πράγματα σήμερα από παλαιότερα;

Η φίλη μου η Άντζελα μου είπε ότι παλεύει να ισορροπήσει τα τρελά της ωράρια και να φροντίσει τα δύο μικρά της αγόρια. Μου είπε ότι νιώθει αποτυχημένη γιατί προφανώς δε μπορεί να κάνει τα ζογκλερικά που τόσο εύκολα έδειχνε να κάνει η δική της μαμά. Η μαμά της Άντζελα, για την ακρίβεια, όχι μόνο μεγάλωσε τρία παιδιά αλλά δίδασκε Αγγλικά, ίδρυσε τον σύνδεσμο Κορεατών γυναικών, την Κορεατική βιβλιοθήκη και ένα Κορεατικό σχολείο στο Σηάτλ. Έκανε όλα αυτά και ωστόσο κατάφερνε να βρίσκεται στο σπίτι στις 5.30 και να ετοιμάζει ένα τεράστιο δείπνο, έξι ατόμων, κάθε βράδυ. Η Άντζελα με το ζόρι προλαβαίνει να πετάξει μερικά φιλέτα κοτόπουλα στο γκριλ ώστε να είναι έτοιμα στην ώρα τους.

Οι περισσότερες από εμάς δεν θέλουμε να γίνουμε όπως οι μαμάδες μας, όμως δε μπορούμε και να γλυτώσουμε εντελώς από την επιρροή τους. Βλέπουμε τους εαυτούς μας μέσα από το πρίσμα των εμπειριών των μαμάδων μας, οι οποίες ελλοχεύουν σε κάθε γωνιά της ζωής μας, από την καριέρα και την οικογένεια μέχρι την αίσθηση του τι αξίζουμε και ποια είναι η ταυτότητά μας.

Κάθε χρόνο στο γενέθλιά μου, από τότε που θυμάμαι, η μητέρα μου επαναλάμβανε τη δραματική ιστορία της γέννησής μου. Σύμφωνα με την ιστορία, μόλις είχε κάνει πεντικιούρ και ίσα που πρόλαβε να φτάσει στο νοσοκομείο πριν της σπάσουν τα νερά. Καθώς την έτρεχαν στους διαδρόμους του νοσοκομείου για να μπουν εγκαίρως στην αίθουσα τοκετών, φώναξε τον πατέρα μου, ο οποίος είχε μόλις ανάψει τσιγάρο και είχε κάτσει να δει έναν ποδοσφαιρικό αγώνα, και του ανακοίνωσε: «άλλαξα γνώμη, δεν θέλω να κάνω μωρό!». Όταν, όμως, με γέννησε με την πρωτοποριακή τεχνική του φυσικού τοκετού χωρίς επισκληρίδιο, άλλαξε μυαλά. Ορκίζεται ότι ήμουν το πιο όμορφο μωρό στον κόσμο και ότι με ερωτεύτηκε με την πρώτη ματιά.

Λίγες στιγμές αφού γεννήθηκα, όμως, σταμάτησα να αναπνέω. Προφανώς, επέζησα και επέτρεψαν στη μαμά μου να με πάρει στο σπίτι, αλλά την προειδοποίησαν πως αν έκλαιγα, θα μπορούσα να πάθω ασφυξία και να πεθάνω. Η δραματική ιστορία της γέννησής μου διανθίζεται, βέβαια, πάντα από την εικόνα της 22χρονης μητέρας μου να φεύγει από το νοσοκομείο φορώντας σούπερ κοντό σορτς (ήταν 1971). Προφανώς η μέση της είχε επανέλθει στις φυσιολογικές της διαστάσεις μέσα σε λίγες ημέρες.

Το έργο της μαμάς μου, λοιπόν, για εννέα μήνες μέχρι να θεραπευτώ εντελώς ήταν να εξασφαλίζει ότι δεν θα έκλαιγα. Με κρατούσε και με κουνούσε και δεν έφευγε στιγμή από το πλευρό μου. Τι άλλο μπορεί να ανταγωνιστεί αυτή την ιστορία αγάπης ανάμεσα σε μία μάνα και μία κόρη;

Δεν προκαλεί, λοιπόν, εντύπωση το γεγονός ότι περί τα 30 χρόνια αργότερα, αφού είχα μία σχετικά μικρότερη ενθουσιαστική αντίδραση στην γέννηση του γιου μου, ένιωσα ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με εμένα. Ένιωσα ότι μου ήταν δύσκολο να δεθώ με το μωρό μου, το οποίο είχε έντονους κολικούς και δεν κοιμόταν με τίποτα. Και ένιωσα ένοχη. Αλλά ενώ αγχωνόμουν για τον θηλασμό, τη φόρμουλα από γάλα σόγιας και τις οργανικές τροφές (το φαγητό του έπρεπε να είναι τόσο αγνό όσο αυτό που έδινε σε εμένα η μαμά μου), αυτό για το οποίο δεν είχα καμία αγωνία ήταν να επιστρέψω στη δουλειά.

Αυτό ίσως έχει να κάνει με το γεγονός ότι η μαμά μου πάντα δούλευε. Ήταν δασκάλα και μεσίτρια ακινήτων και μετά, όταν ήμουν στο Γυμνάσιο, σπούδασε στη Νομική. Χωρισμένη, μεγαλώνοντάς με για πολλά χρόνια μόνη της, η μαμά μου μού έδειξε ότι το να έχεις την οικονομική ευθύνη της ζωής σου ήταν πιθανότατα ο σημαντικότερος τρόπος να προστατεύεις τον εαυτό σου. Άρα δεν τέθηκε ποτέ ζήτημα για το αν θα δουλέψω –ήξερα ότι πρέπει να δουλέψω, αλλά ήθελα κιόλας.

Έρευνες δείχνουν ότι ο παράγοντας που επηρεάζει τις ενοχές που νιώθουν οι εργαζόμενες μαμάδες απέναντι στα παιδιά τους έχει σε μεγάλο βαθμό να κάνει από το κατά πόσο εργάζονταν και οι δικές τους μαμάδες. Υπάρχει, μάλιστα, μεγάλη συσχέτιση στο να θέλεις να δουλέψεις αν δούλευε και η μητέρα σου.

Λειτουργεί, βέβαια, και αντίστροφα. Πολλές μαμάδες που δε δουλεύουν λένε ότι το επέλεξαν γιατί θα ήθελαν το ίδιο να έχουν κάνει και οι δικές τους μαμάδες: Να τις περιμένουν στο σπίτι, επιστρέφοντας από το σχολείο, με ένα ταψί φρεσκοψημένα κουλουράκια. Παρόλο που εγώ σεβόμουν την απόφαση της μητέρας μου να σπουδάσει νομική σε μεγάλη ηλικία, η -κατά 9 χρόνια- μικρότερη αδερφή μου μισούσε το γεγονός ότι η μαμά έλειπε και την παρακαλούσε να αγοράσει ένα μινι-βαν όπως οι άλλες cool μαμάδες που περνούσαν τις ημέρες τους παίζοντας τένις, τη στιγμή που η δική μας μαμά έπαιρνε τον δρόμο για το δικαστήριο.

Καλώς ή κακώς οι μαμάδες μας αποτελούν ισχυρά πρότυπα. Και παρόλο που η εικόνα της Υπερ-μαμάς από την δεκαετία του '80, που έσπαγε το τακούνι της καθώς έφευγε κουστουμαρισμένη, τρέχοντας από το σπίτι για να προλάβει να φτάσει εγκαίρως στη δουλειά της, δεν είναι η πιο γοητευτική για να προβάλουμε στα παιδιά μας, το να τους δείχνουμε ότι η καριέρα μας μάς χαροποιεί, ότι χάρη σε αυτήν πληρώνουμε τους λογαριασμούς και ότι αποτελεί σημαντικό μέρος της υγιούς ταυτότητάς μας.

Και όταν βλέπω τα παιδιά μου να παίζουν «οικογένεια» και την κόρη μου να βάζει τις μπότες μου, να παίρνει τα βιβλία της στο χέρι, να φιλά την κούκλα της και να λέει «Σ'αγαπώ! Φεύγω για το γραφείο!», νιώθω ότι τελικά, κάτι καταφέρνω να κάνω καλά.

Πηγή: Modernmom

v