«Η καρέκλα που φανταζόταν»: συνέντευξη με τη Στέφη Θεοδότου

«Η καρέκλα που φανταζόταν»: συνέντευξη με τη Στέφη Θεοδότου

Πρωτότυπη ιστορία, προσεγμένη σκηνοθεσία. Η Στέφη Θεοδότου ταξιδεύει το παιδικό (και όχι μόνο!) κοινό σε μια ιστορία που θα εντυπωθεί γερά στο μυαλό. Όπως λέει και η ίδια «το έργο προσπαθεί να βοηθήσει τα παιδιά να οχυρωθούν για το αύριο, να πιστεύουν στην αξία τους.» Είναι μια εξαιρετική παράσταση που συνιστούμε ανεπιφύλακτα τόσο στους γονείς, όσο και στους εκπαιδευτικούς. 

Η Στέφη Θεοδότου που ανέλαβε τη σύλληψη-συγγραφή του έργου, την σκηνοθεσία και που την συναντάμε επίσης και ως ηθοποιό σε αρκετές παραστάσεις απαντάει με  στις ερωτήσεις μας σε μια απολαυστική συνέντευξη.

Πρωτότυπος τίτλος, πρωτότυπο έργο. Πώς προέκυψε η ιδέα για αυτήν την παράσταση; Πιστεύετε ότι όταν η υπόθεση του έργου ξεφεύγει από τα συνηθισμένα έχει περισσότερη απήχηση στο παιδικό κοινό;

Η συμβολή της φαντασίας είναι τόσο σημαντική στην εξέλιξη του κόσμου, όμως, η συμβατική κοινωνία δεν της δίνει την αντίστοιχη σημασία. Η ανάγκη μου ήταν να διευκολύνω και να ωθήσω τα παιδιά να καλλιεργήσουν τη φαντασία τους στο μεγάλωμά τους, αλλά και να στηρίξω τους εκπαιδευτικούς και τους γονείς στο πώς να βοηθήσουν οι ίδιοι τα παιδιά, και γιατί όχι και τους εαυτούς τους στο δικό τους μεγάλωμα.

Η «καρέκλα» του κάθε παιδιού στον χώρο του σχολείου, είναι ότι πιο κοντινό του. Πώς θα ήταν η μάθηση αν πραγματικά το παιδί ένιωθε φίλος με την καρέκλα του; Αν εκτιμούσε το γεγονός ότι στηρίζεται πάνω της; Αν αφηνόταν ελεύθερο να δημιουργήσει μέσα σε αυτό το προσωπικό περιβάλλον, να βρει εναλλακτικούς τρόπους καθίσματος, λειτουργίας, σκέψης; Επίσης, αν καλλιεργήσουμε την ευαισθησία μας σε σχέση με τα αντικείμενα που χρησιμοποιούμε για τους δικούς μας σκοπούς, τα πάντα γύρω μας αποκτούν νόημα και αποκτούμε μια γενικότερη ευαισθησία για τον κόσμο γύρω μας.

Όσον αφορά την απήχηση δεν είναι ο σκοπός μου. Υπηρετώ την αναγκαιότητα. Άλλωστε δε μπορώ να γνωρίζω τα κριτήρια που επιλέγει ο κάθε γονιός να πάει το παιδί του σε κάποια παράσταση, ούτε και είμαι σε θέση να τα κρίνω. Κάποιος μπορεί να θέλει για το παιδί του κάτι πιο εμπορικό, πιο θεαματικό, πιο φαντασμαγορικό, κάποιος άλλος κάτι πιο ποιοτικό και ουσιαστικό. Κι εμείς οι μεγάλοι, δεν επιλέγουμε όλοι να δούμε τις ίδιες παραστάσεις.

Πώς θα περιγράφατε τις αντιδράσεις των παιδιών κατά την διάρκεια της παράστασης; 

Απρόβλεπτες στον χρόνο και το περιεχόμενο, καθαρές στην ποιότητά τους, ζωτικές και αναγκαίες για εμάς. Τα παιδιά κατά κύριο λόγο λειτουργούν αυθόρμητα και τα συναισθήματά τους χαράσσονται στα πρόσωπά τους, δεν προσπαθούν να κρυφτούν όπως συνήθως συμβαίνει με εμάς τους μεγάλους. Λες και είναι όλα μέσα τους σε μία συνεχή κίνηση προς τα έξω. Μοιράζονται ανοιχτά τους προβληματισμούς τους, κάτι που μας δίνει την ευκαιρία να επικοινωνούμε το κείμενο σε άλλη βάση, μιας και αυτό είναι το ζητούμενο.

Βέβαια, οι αντιδράσεις των παιδιών έχουν μεγάλη ποικιλία μεταξύ τους σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα που μπορεί να δίνει το έργο κάθε φορά, εφόσον όλα τους έχουν διαφορετικές προσωπικότητες.

Ποια είναι η αγαπημένη σας σκηνή/στιγμή του έργου και γιατί;

Ακόμη κι αν κάποια στιγμή του έργου είναι πιο ανάγλυφη στη μνήμη μου ή έντονη συγκινησιακά, την οφείλει σε προηγούμενες. Δε θα ήθελα με τίποτα να επαινώ κάτι επειδή «φαίνεται» μην εκτιμώντας έτσι κάτι στο οποίο το οφείλει. Θα μπορούσα λοιπόν να πω ότι κάποια γεγονότα στην εξέλιξή τους στη ροή του έργου είναι σαν πυροτεχνήματα στην καρδιά μου. Για παράδειγμα, όταν η καρέκλα Κρίστη αδημονώντας να βρει την φίλη της, αμφισβητεί τις ελπίδες της εφόσον είναι «μια καρέκλα μόνο…», για να φτάσει τελικά με τη βοήθεια των παιδιών να τα καταφέρει. Όταν η μικρή Ονειρένια με τη σειρά της χάνει την καρέκλα της την Κική και όλοι μαζί ταξιδεύουμε «στο Σύννεφο της Φαντασίας» για να τη βρούμε. Όταν πλάι στις δύο καρέκλες, η Ονειρένια ανακαλύψει πόσα όνειρα τελικά μπορεί να κρύβει μια καρέκλα, αλλά και να αφεθεί η ίδια ελεύθερη να ανακαλύψει τα δικά της. Όταν μαθαίνει να δέχεται τις επιθυμίες της καρέκλας της και καταλαβαίνει ότι δεν της ανήκει, αλλά η ίδια η καρέκλα με τη σειρά της θα τη στηρίξει να προχωρήσει, να μεγαλώσει, να κάνει νέους φίλους, με αποτέλεσμα όλα τα παιδιά να ανέβουν στην σκηνή και να αποτυπώσουν το καλωσόρισμα της Φαντασίας στο σχολείο με θεατρικό παιχνίδι.

Επιπλέον η κάθε στιγμή που κάτι, για κάποιο λόγο σε έναν συγκεκριμένο χρόνο, φτάνει ακαριαία εκεί πέρα, στα μάτια, στη σκέψη, στην καρδιά ενός ή περισσότερων μικρών ή μεγάλων θεατών. Εκεί νιώθω μια βαθιά ένωση της ψυχής μου με τους άλλους.

Ποιο μήνυμα θα θέλατε να κρατήσουν τα παιδιά στο τέλος της παράστασης;

Το έργο προσπαθεί να βοηθήσει τα παιδιά να οχυρωθούν για το αύριο, να πιστεύουν στην αξία τους. Ακόμη κι αν κάποιοι βρεθούν στο δρόμο τους και προσπαθήσουν να τους κόψουν τα φτερά, να έχουν προλάβει όσο το δυνατόν να φτιάξουν βάσεις. Να θυμούνται έστω και υποσυνείδητα ότι έχουν δικαίωμα να ρωτούν για να μαθαίνουν, ακόμη κι αν κάποιος τους απαντήσει «γιατί έτσι» ή «ρωτάς πολλά», εφόσον ο Αϊνστάιν ήταν περίεργος και γι’ αυτό μάθαινε. Έχοντας θετικά πρότυπα, να επιζητούν να γίνουν ο εαυτός τους και όχι ο «Αϊνστάιν». Επομένως, για να ανακαλύψουν και να πραγματοποιήσουν τα δικά τους όνειρα, να είναι ελεύθερα να οραματίζονται και να δοκιμάζουν νέα πράγματα, γιατί αυτό θα τα εξελίξει. Να μη φοβούνται την αλλαγή, γιατί αυτή είναι η φύση μας. Κάτι παλιό φεύγει για να έρθει κάτι νέο, είτε μέσα μας είτε στη ζωή μας. Να συμφιλιωθούν με τη ροή. Μπορεί κάποια σχέση στην οποία βασίζονται να ματαιωθεί, ένας αποχωρισμός να τους πληγώσει. Όμως όταν δίνουμε χώρο, σύντομα θα δημιουργηθεί κάτι καινούριο, όμορφο με νέα μορφή που μπορεί τελικά να έχει τις ρίζες του πολύ παλιά.

Τέλος, το έργο κλείνει το μάτι στους γονείς και τους εκπαιδευτικούς στο να ενθαρρύνουν και να στηρίζουν τα παιδιά σε όλα τα παραπάνω, γιατί όλα όσα τα απασχολούν, νιώθουν κι επιθυμούν έχουν βαρύτητα και ίσως είναι καθοριστικά στο ποιοι θα γίνουν.

Αν κάποια στιγμή έπρεπε να έχετε έναν μόνο ρόλο στο θέατρο (συγγραφέα, ηθοποιού ή σκηνοθέτη) ποιον θα επιλέγατε και γιατί;

Ας ξεκινήσω από την κατεύθυνση «ηθοποιός». Ποτέ δεν ήταν προτεραιότητά μου και πάθος μου να ανέβω στο σανίδι. Τη Δραματική την τελείωσα περισσότερο για να εξελιχθώ ως σκηνοθέτις. Εκτιμώ τη δύναμη του βιώματος. Η λογική μου ήταν «πώς μπορώ να βοηθήσω έναν ηθοποιό, αν δε μπορώ να μπω στη θέση του;» Επίσης αγαπώ τη θεατρική διδασκαλία, τις ασκήσεις και τις μεθόδους, αφενός όταν αυτή συνδέεται με την εμψύχωση – το να ενθαρρύνω δηλαδή κάποιον να εκφράζεται, αφετέρου δε την αμιγώς θεατρική – το να στηρίζω έναν ηθοποιό να εξελίξει την τεχνική του για το καλύτερο αποτέλεσμα. Ωστόσο, προτιμώ να υλοποιώ τον συνδυασμό τους – πώς μπορεί δηλαδή η διδασκαλία να γίνεται με μία εμψυχωτική διαδικασία.

Όσον αφορά τη σκηνοθεσία, το λιγότερο που μπορώ να πω είναι ότι τη λατρεύω. Όπως και τη συγγραφή. Και χωρίς αυτά τα δύο δε μπορώ να ζήσω. Η συγγραφή είναι η ψυχή μου και η σκηνοθεσία είναι το σώμα μου. Δεν υπάρχει ζωή αν δεν έχεις ένα από τα δύο. Αγαπώ γενικά να είμαι πίσω από αυτό που φαίνεται, να βρίσκομαι στην ιδέα και στη στήριξη της υλοποίησης της ιδέας και των ανθρώπων που την υλοποιούν.

 

v