«Καμπανάκι» για την υπερβαθμολόγηση: το 26% των μαθητών είναι αριστούχοι!

Load more
Η συζήτηση για την αξιολόγηση των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση έχει επανέλθει δυναμικά στο προσκήνιο, καθώς τα στοιχεία δείχνουν εντυπωσιακή αύξηση των «αρίστων». Το υπουργείο Παιδείας αναζητά λύσεις, με αιχμή την καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου, ενώ ειδικοί κάνουν λόγο για «βαθμολογικό λαϊκισμό» που τελικά αδικεί τους μαθητές και θολώνει την πραγματική εικόνα του επιπέδου τους.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, μόνο το σχολικό έτος 2023-2024 οι αριστούχοι μαθητές γυμνασίου και λυκείου έφτασαν τους 179.225, σε σύνολο περίπου 680.000, δηλαδή το 26%. Η ηγεσία του υπουργείου Παιδείας θεωρεί ότι αυτό αποτελεί στρέβλωση, η οποία σχετίζεται με τον τρόπο αξιολόγησης των μαθητών και αναζητάει λύση για τουλάχιστον μετριασμό του προβλήματος. Στο γυμνάσιο άριστα θεωρείται ο βαθμός πάνω από 18,5, ενώ στο λύκειο πάνω από 18.

Ο κ. Κώστας Δημόπουλος, καθηγητής Κοινωνικής και Εκπαιδευτικής Πολιτικής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και ο εθνικός συντονιστής του προγράμματος PISA του ΟΟΣΑ, έκανε λόγο στην «Κ» για «βαθμολογικό λαϊκισμό». Σύμφωνα με υψηλόβαθμα στελέχη που μετέχουν στη διαμόρφωση της εκπαιδευτικής πολιτικής, λύση στο πρόβλημα θα δώσει η καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου.

Ειδικότερα, η υπουργός Παιδείας Σοφία Ζαχαράκη, μιλώντας χθες στην «Κ», μίλησε «για «φαινόμενα υπερβαθμολόγησης», όπως αποδεικνύεται και από τον αριθμό των μαθητών που παίρνουν το αριστείο για την επίδοσή τους την προηγούμενη χρονιά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου, κατά το σχολικό έτος 2023-2024, οι αριστούχοι μαθητές γυμνασίου – λυκείου ήταν 179.225, σε συνολικά περίπου 680.000 μαθητές. Δηλαδή, το ποσοστό των αριστούχων μαθητών είναι 26% επί του συνόλου. Να σημειωθεί ότι στο γυμνάσιο ένας προαγωγικός ή απολυτήριος βαθμός θεωρείται άριστος όταν είναι πάνω από 18,5, ενώ στο λύκειο πάνω από 18.

Η μεγάλη αύξηση των αριστούχων καταγράφεται από το σχολικό έτος 2015-2016, όταν μειώθηκε ο αριθμός των γραπτώς εξεταζομένων μαθημάτων στο γυμνάσιο και το λύκειο. Η μη οργάνωση προαγωγικών και απολυτηρίων εξετάσεων τις σχολικές χρονιές 2018-2019 και 2019-2020 λόγω της πανδημίας (οι μαθητές προήχθησαν ή πήραν απολυτήριο με βάση τους προφορικούς βαθμούς τους), εκτίναξε τους αρίστους, οι οποίοι το 2020-2021 έφθασαν στους 248.150. Το επόμενο σχολικό έτος, με την «επιστροφή» των γραπτών εξετάσεων στο τέλος της χρονιάς, επανήλθε και ο αριθμός στα προηγούμενα επίπεδα, τα οποία πάντως θεωρείται πως είναι υψηλά και δεν αποτυπώνουν το επίπεδο των μαθητών.

Οπως είπε στην «Κ» η κ. Ζαχαράκη, έχει ζητηθεί από την Αρχή Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση να καταθέσει εισήγηση για το θέμα, ώστε να αλλάξει ο τρόπος προαγωγής και απόλυσης των μαθητών στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν εξετάζεται, πάντως, η αύξηση των εξεταζομένων μαθημάτων κατά τις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις.

Στο λύκειο, λύση αναμένεται ότι θα προσφέρει η καθιέρωση του εθνικού απολυτηρίου. Γι’ αυτό μετράει και η άποψη στενών συνεργατών της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας που επεξεργάζονται την πρόταση για τη δομή του εθνικού απολυτηρίου. Σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», δύο από τα βασικά στοιχεία των προτάσεων για το εθνικό απολυτήριο είναι, το πρώτο, ότι τα θέματα στις προαγωγικές και απολυτήριες εξετάσεις θα επιλέγονται μόνο από τράπεζα θεμάτων.

Τώρα επιλέγονται εξ ημισείας από τράπεζα και από τον διδάσκοντα του μαθήματος. Το δεύτερο είναι η αλλαγή στον τρόπο βαθμολόγησης των γραπτών στις ενδοσχολικές εξετάσεις, με την αξιοποίηση ενός ψηφιακού συστήματος επί των γραπτών που θα έχουν σκαναριστεί. «Το πρόβλημα είναι σύνθετο. Οι γονείς πιέζουν για καλούς βαθμούς, και οι εκπαιδευτικοί ενδίδουν για να διατηρούν καλές τις σχέσεις τους με τους μαθητές», αναφέρει ο κ. Δημόπουλος. Οι επιπτώσεις της υπερβαθμολόγησης είναι, σύμφωνα με τον ίδιο, «οι μαθητές να αποκτούν λανθασμένη εικόνα για το επίπεδό τους. Και αυτό διαψεύδεται στις Πανελλαδικές Εξετάσεις».
 
Στις Πανελλαδικές Εξετάσεις σταθερά ένας στους τρεις μαθητές παίρνει μέσο όρο κάτω από τη βάση του 10, ενώ υπάρχουν μαθήματα, όπως τα Μαθηματικά, στα οποία ένας πολύ μεγάλος αριθμός υποψηφίων –τουλάχιστον το 70% των υποψηφίων του πλέον δημοφιλούς πεδίου, της Οικονομίας και Πληροφορικής– βαθμολογούνται κάτω από τη βάση του 10. «Χρειάζεται οι γονείς και οι εκπαιδευτικοί να συνειδητοποιήσουν τις επιπτώσεις της υπερβαθμολόγησης», τονίζει ο κ. Δημόπουλος. Ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει οδηγία του υπουργείου προς τους εκπαιδευτικούς να είναι πιο αντικειμενικοί και αυστηροί.

Από την άλλη, στο λύκειο η επιλογή στις τελικές εξετάσεις θεμάτων από τράπεζα συμβάλλει στην αντικειμενικότερη αποτύπωση του επιπέδου των μαθητών. Παράλληλα, στο επιτελείο του υπουργείου Παιδείας θεωρείται ότι εάν έμπαιναν περισσότερα διαγωνίσματα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς, οι εκπαιδευτικοί θα είχαν περισσότερα τεκμήρια για το επίπεδο των μαθητών τους, έναντι των γονιών που διαμαρτύρονται πως το παιδί τους αδικείται κάθε φορά που βλέπει έναν κακό βαθμό στον «έλεγχο».

Πηγή: newsbomb.gr

Load more

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΜΠΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ

Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας


Εμείς και οι συνεργάτες μας χρησιμοποιούμε τεχνολογίες, όπως cookies, και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως διευθύνσεις IP και αναγνωριστικά cookies, για να προσαρμόζουμε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο με βάση τα ενδιαφέροντά σας, για να μετρήσουμε την απόδοση των διαφημίσεων και του περιεχομένου και για να αποκτήσουμε εις βάθος γνώση του κοινού που είδε τις διαφημίσεις και το περιεχόμενο. Κάντε κλικ παρακάτω για να συμφωνήσετε με τη χρήση αυτής της τεχνολογίας και την επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων για αυτούς τους σκοπούς. Μπορείτε να αλλάξετε γνώμη και να αλλάξετε τις επιλογές της συγκατάθεσής σας ανά πάσα στιγμή επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο.

Πολιτική Cookies & Προστασία Προσωπικών Δεδομένων