Περισσότεροι οι θάνατοι από τις γεννήσεις
Η ΕΛΣΤΑΤ καταγράφει τον μόνιμο πληθυσμό της Ελλάδας σε 10.816.286 κατοίκους, σύμφωνα με την τελευταία απογραφή το 2021. Από αυτούς, πάνω από το 22% είναι άνω των 65 ετών, ενώ οι νέοι κάτω των 15 μόλις που ξεπερνούν το 13%. Με απλά λόγια: οι ηλικιωμένοι είναι περισσότεροι από τα παιδιά.
Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι γεννήσεις παραμένουν σημαντικά λιγότερες από τους θανάτους. Χαρακτηριστικά, το 2023 καταγράφηκαν 71.455 γεννήσεις, ενώ οι θάνατοι έφτασαν τους 128.101, γεγονός που ισοδυναμεί με φυσική μείωση πληθυσμού κατά περίπου 56.646 άτομα μέσα σε ένα έτος. Το φαινόμενο αυτό δεν είναι συγκυριακό – από το 2019 έως το 2023 κάθε χρονιά παρουσιάζει αρνητικό φυσικό ισοζύγιο. Στον παρακάτω πίνακα παρουσιάζεται ο αριθμός γεννήσεων και θανάτων ανά έτος την τελευταία πενταετία, καθώς και η ετήσια φυσική μεταβολή πληθυσμού σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ:
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ – «Η Ελλάς με Αριθμούς» (Ιούλιος–Σεπτέμβριος 2025)
Ο δείκτης εξάρτησης, δηλαδή η αναλογία των παιδιών και ηλικιωμένων προς τον ενεργό πληθυσμό, κινείται σταθερά πάνω από το 57%, δείχνοντας πως περισσότεροι από ένας στους δύο πολίτες εξαρτώνται οικονομικά από τον ενεργό πληθυσμό. Παράλληλα, ο δείκτης γήρανσης, που αποτυπώνει τη σχέση ηλικιωμένων προς παιδιά, αυξάνεται θεαματικά: από 155 το 2019 σε 175,5 το 2023. Με απλά λόγια, στη χώρα αντιστοιχούν πλέον 175 άτομα άνω των 65 ετών για κάθε 100 παιδιά κάτω των 14.
Αντίστοιχα, οι δείκτες θνησιμότητας δείχνουν μικρές αυξομειώσεις: ο ακαθάριστος δείκτης θνησιμότητας διαμορφώνεται γύρω στο 12–13‰, ενώ η βρεφική θνησιμότητα κυμαίνεται στα 3–3,5‰, παραμένοντας μεν χαμηλή, αλλά σταθερή.
Οι οικογένειες μικραίνουν
Η εικόνα της ελληνικής οικογένειας αλλάζει ραγδαία. Τα νοικοκυριά μικραίνουν, οι κατοικίες όπου ζει ένας μόνο άνθρωπος αυξάνονται και τα πενταμελή ή μεγαλύτερα νοικοκυριά αποτελούν πια μικρό ποσοστό του συνόλου.
Συγκεκριμένα, το 7% των νοικοκυριών αποτελείται από ένα άτομο, ενώ τα διμελή νοικοκυριά φτάνουν το 14%. Η πλειονότητα των ελληνικών οικογενειών εξακολουθεί να συγκεντρώνεται στα τριμελή (21%) και τετραμελή νοικοκυριά (28%), ωστόσο τα πολυμελή σπίτια με πέντε μέλη και άνω περιορίζονται στο 35%, καταδεικνύοντας τη σταδιακή υποχώρηση των μεγάλων οικογενειών.
Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί πως η μέση ηλικία της μητέρας κατά τη γέννηση παραμένει υψηλή, στα 32,1 έτη το 2023, ενώ ο δείκτης ολικής γονιμότητας –ο μέσος αριθμός παιδιών που γεννά μια γυναίκα– παραμένει καθηλωμένος στο 1,3, πολύ κάτω από το όριο αντικατάστασης των γενεών (2,1). Αυτά τα στοιχεία επιβεβαιώνουν ότι η υπογεννητικότητα δεν είναι πια ένα μελλοντικό σενάριο, αλλά μια πραγματικότητα που ήδη πιέζει το δημογραφικό ισοζύγιο.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ – «Η Ελλάς με Αριθμούς» (Ιούλιος–Σεπτέμβριος 2025)
Αυξάνονται τα διαζύγια
Oι γάμοι όλων των τύπων στην Ελλάδα παραμένουν γύρω στις 40.000–43.000 ετησίως, αλλά η μορφή του “γάμου” αλλάζει. Οι θρησκευτικοί γάμοι μειώνονται σταθερά: από 31.475 το 2019 έπεσαν στους 18.949 το 2023. Οι πολιτικοί γάμοι, αντίθετα, παραμένουν περισσότεροι σχεδόν κάθε χρόνο, φτάνοντας τις 21.402 τελετές το 2023, γεγονός που δείχνει μια ξεκάθαρη μετατόπιση προς τις πολιτικές ενώσεις.
Αλλά η πιο εντυπωσιακή άνοδος αφορά στα σύμφωνα συμβίωσης. Από 7.924 το 2019, ο αριθμός τους σχεδόν διπλασιάστηκε σε 15.069 το 2023. Το σύμφωνο συμβίωσης, που ξεκίνησε δειλά πριν από λίγα χρόνια, καθιερώνεται πλέον ως μια ισότιμη, πρακτική και κοινωνικά αποδεκτή επιλογή για χιλιάδες ζευγάρια, ετεροφυλόφιλα και ομόφυλα.
Παράλληλα, οι αριθμοί δείχνουν μια σταθερή αύξηση των λύσεων γάμου μετά το 2020, γεγονός που επιβεβαιώνει ότι η ελληνική κοινωνία εισέρχεται σε μια νέα φάση οικογενειακής κινητικότητας.
Αποκλιμάκωση πληθωρισμού, αύξηση ακρίβειας
Το κόστος ζωής στην Ελλάδα γνώρισε μεγάλες διακυμάνσεις την περίοδο 2022–2024, με τον πληθωρισμό να κορυφώνεται το 2022 και να επιβραδύνεται σημαντικά τα επόμενα έτη. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής, ο Εθνικός Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) παρουσίασε ετήσιο μέσο ρυθμό αύξησης περίπου 9,6% το 2022, αντανακλώντας την εκτόξευση των τιμών εκείνη τη χρονιά. Το 2023 ο πληθωρισμός υποχώρησε κοντά στο 3,5% (μέσος όρος έτους), ενώ περαιτέρω αποκλιμάκωση καταγράφηκε το 2024 σε περίπου 2,7%.
Η εξέλιξη του κόστους ζωής αποτυπώνεται συγκριτικά στον ακόλουθο πίνακα, όπου παρουσιάζονται βασικοί δείκτες για τα έτη 2022–2024, καθώς και οι πιο πρόσφατες διαθέσιμες τιμές για το 2025 (μέχρι το Γ’ τρίμηνο):
Όπως φαίνεται, το κύμα ακρίβειας το 2022 ήταν έντονο, με τις τιμές καταναλωτή να αυξάνονται με τον ταχύτερο ρυθμό των τελευταίων ετών. Στη συνέχεια όμως η ακρίβεια μετριάστηκε: το γενικό επίπεδο τιμών αυξήθηκε πολύ πιο αργά το 2023 και το 2024, δίνοντας μια σχετική ανάσα στους καταναλωτές. Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να σημειωθεί ότι σε σύγκριση με το 2020 οι τιμές το 2024 ήταν περίπου 18% υψηλότερες, γεγονός που σημαίνει ότι το κόστος ζωής παραμένει αυξημένο παρά την επιβράδυνση του πληθωρισμού.
Πηγή: ΕΛΣΤΑΤ – «Η Ελλάς με Αριθμούς» (Ιούλιος–Σεπτέμβριος 2025)
Το κόστος στέγασης αποτελεί κρίσιμο στοιχείο του κόστους ζωής, με ιδιαίτερες μεταβολές την εξεταζόμενη περίοδο. Ο σχετικός δείκτης τιμών “Στέγαση” του ΔΤΚ (περιλαμβάνει ενοίκια, κατοικίες, λογαριασμούς ρεύματος, καυσίμων κ.ά.) εκτοξεύτηκε κατά 24% το 2022, αντικατοπτρίζοντας κυρίως την απότομη αύξηση στο κόστος ενέργειας και θέρμανσης. Το 2023 σημείωσε πτώση ~8% στον ίδιο δείκτη, καθώς οι τιμές ρεύματος και καυσίμων αποκλιμακώθηκαν από τα υψηλά επίπεδα του προηγούμενου έτους.
Το 2024 η κατηγορία στέγασης επανήλθε σε ήπια ανοδική τάση (+1,5%). Την ίδια περίοδο, τα ενοίκια κατοικιών κινήθηκαν σταθερά ανοδικά, αν και με ηπιότερο ρυθμό συγκριτικά με την ενέργεια, συμβάλλοντας στη διατήρηση της πίεσης στο οικογενειακό εισόδημα. Ενδεικτικά, η μέση μηνιαία δαπάνη των νοικοκυριών για στέγαση αυξήθηκε από περίπου 233 € το 2022 σε 248 € το 2024.
Μια χώρα που γερνάει
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ συνθέτουν μια εικόνα δημογραφικής κόπωσης και οικονομικής πίεσης. Μια χώρα που μεγαλώνει ηλικιακά, γεννά λιγότερο, αλλάζει μορφή και προσπαθεί να σταθεί μέσα σε ένα ασταθές οικονομικό περιβάλλον. Οι οικογένειες μικραίνουν, οι γεννήσεις μειώνονται και οι νέοι διστάζουν να κάνουν το επόμενο βήμα. Κι όμως, μέσα σε αυτή τη δύσκολη πραγματικότητα, η ελπίδα παραμένει: η Ελλάδα εξακολουθεί να αναζητά τρόπους να ξαναβρεί τη ζωντάνια και την προοπτική της.