Ζούμε σε πόλεις που δεν φτιάχτηκαν για παιδιά, ή μάλλον, που τα ξέχασαν στην πορεία. Πεζοδρόμια στενά, αμάξια παρκαρισμένα παντού, οδηγοί που κορνάρουν στα φανάρια πριν καν ανάψει πράσινο. Κι ανάμεσά τους, παιδιά με τσάντες μεγαλύτερες από το σώμα τους, να προσπαθούν να περάσουν απέναντι. Κάθε φορά που βλέπω τη σκηνή, νιώθω έναν κόμπο στο στομάχι. Γιατί όσο κι αν μιλάμε για «προοδευτικές πόλεις», η καθημερινή διαδρομή ενός παιδιού μοιάζει πιο επικίνδυνη από ποτέ.
Στην αρχή προσπαθούσα να είμαι ψύχραιμη. «Έλα τώρα, δεν θα του συμβεί τίποτα». Μέχρι που άρχισα να μετράω τα «παραλίγο»: το μηχανάκι που πέρασε ξυστά στο φανάρι, το σκυλί χωρίς λουρί στο πάρκο, τον άγνωστο που τον πλησίασε «για να ρωτήσει κάτι». Μικρά περιστατικά που δεν έγιναν ποτέ είδηση, αλλά που για μια μάνα μένουν καρφωμένα στο μυαλό σαν προειδοποιήσεις.
Αποξένωση και φόβοι στη μεγαλούπολη
Η ασφάλεια στην πόλη δεν είναι μόνο θέμα εγκληματικότητας. Είναι ο φωτισμός που δεν δουλεύει στο στενό. Είναι το πάρκο που ρημάζει χωρίς φύλακα. Είναι τα μέσα μεταφοράς που δεν έχουν χώρο για παιδιά και καρότσια. Είναι η αδιαφορία, αυτή η σιωπηλή αποδοχή πως «έτσι είναι τα πράγματα».
Και είναι κι εκείνη η αποξένωση που απλώνεται παντού, σιωπηλά. Οι άνθρωποι που δεν γνωρίζουν τον γείτονά τους, που δεν μιλούν στο λεωφορείο, που φοβούνται να επέμβουν αν δουν κάτι ύποπτο. Κάποτε λέγαμε «όλη η γειτονιά μεγάλωνε τα παιδιά». Τώρα πολλές φορές ούτε καν ξέρουμε ποια παιδιά ζουν δίπλα μας. Η μεγαλούπολη έχει γίνει ένα παζλ από μοναχικούς ανθρώπους, κλεισμένους σε ρυθμούς και οθόνες. Κι αυτή η κοινωνική απομόνωση μεγαλώνει τον φόβο, γιατί όταν δεν γνωρίζεις τους άλλους, αρχίζεις να τους φοβάσαι.
Θυμάμαι πως όταν ήμουν μικρή, παίζαμε όλοι μαζί στη γειτονιά. Τα καλοκαίρια γυρνούσαμε μαυρισμένα, με γρατσουνιές στα γόνατα και την αίσθηση ότι ο κόσμος μας ανήκει. Τώρα οι αυλές είναι άδειες. Οι γονείς φοβούνται. Και τα παιδιά μας μεγαλώνουν μέσα σε σπίτια, με τα tablet για παρέα, μαθαίνοντας να βλέπουν τον δρόμο σαν κάτι εχθρικό.
Δεν είναι όμως μόνο ο φόβος για την ασφάλεια, είναι κι εκείνος ο άλλος, ο πιο ύπουλος. Ο φόβος του άλλου ανθρώπου. Ο φόβος μήπως μας κρίνουν, μήπως μας κοροϊδέψουν, μήπως μπλέξουμε. Είναι η πόλη που σε μαθαίνει να κοιτάς χαμηλά, να περνάς δίπλα από τους άλλους χωρίς να τους αγγίζεις, να μη ρωτάς, να μη συμμετέχεις. Και μέσα σ’ αυτό το σκηνικό μεγαλώνουν τα παιδιά μας, με το μήνυμα πως το ασφαλές είναι το απομονωμένο.
Η ελπίδα στις μικρές κοινότητες
Ένα απόγευμα, πήγα με την κόρη μου μια βόλτα στο κέντρο. Στην πλατεία, δύο παιδιά κυνηγιόντουσαν γύρω από το σιντριβάνι. Η κόρη μου τα κοίταξε και μου είπε: «Μαμά, αυτοί δεν φοβούνται;». Εκεί κατάλαβα πόσο βαθιά έχει ποτίσει μέσα μας η ανασφάλεια. Δεν φοβούνται εκείνα, σκέφτηκα. Εμείς φοβόμαστε για όλους.
Οι πόλεις μας έχουν γίνει γρήγορες, θορυβώδεις, σκληρές. Οι ρυθμοί τους αφήνουν λίγο χώρο για αθωότητα. Και μέσα σε αυτή τη σκληρότητα, μεγαλώνουν παιδιά που μαθαίνουν να κοιτούν γύρω τους με καχυποψία, όχι με περιέργεια. Παιδιά που αντί να χτίζουν εμπιστοσύνη, μαθαίνουν να επιβιώνουν.
Κι όμως, δεν είναι όλα χαμένα. Υπάρχουν μικρές νίκες που μπορούν να αλλάξουν το κλίμα. Οι «γειτονιές φροντίδας», οι πεζόδρομοι που ξαναζωντανεύουν, οι ομάδες γονέων που πιέζουν για αστυνόμευση στα σχολεία ή για καλύτερο φωτισμό. Εκεί όπου υπάρχει κοινότητα, υπάρχει και ελπίδα. Η ασφάλεια δεν είναι μόνο θέμα νόμου, είναι και συλλογική υπόθεση. Να νοιάζεσαι για το παιδί του άλλου όπως για το δικό σου.
Κάθε φορά που περπατάμε μαζί, της λέω: «Να κοιτάς γύρω σου, αλλά να μην τρομάζεις». Γιατί αυτό εύχομαι περισσότερο απ’ όλα: να μη μεγαλώσει μέσα στον φόβο, αλλά μέσα στη συνείδηση. Να μάθει ότι η ασφάλεια δεν είναι απλώς να μη σε πειράξει κανείς, αλλά να μπορείς να ζεις ελεύθερα, με εμπιστοσύνη, με δρόμους, πεζοδρόμιο, φως...
Η αλήθεια είναι πως οι πόλεις μας καθρεφτίζουν τις προτεραιότητές μας. Αν τα παιδιά μας δεν χωράνε στους δρόμους, ίσως φταίει ότι τους σχεδιάσαμε χωρίς να τα σκεφτούμε. Αν δεν νιώθουν ασφαλή, ίσως φταίει ότι κι εμείς, οι μεγάλοι, έχουμε ξεχάσει πώς είναι να νιώθεις ελεύθερος.
Κι αν υπάρχει κάτι που με παρηγορεί, είναι πως η ασφάλεια αρχίζει από το βλέμμα. Το δικό μας βλέμμα όταν τα κοιτάμε να απομακρύνονται, το βλέμμα που τους λέει «είμαι εδώ», ακόμα κι όταν δεν είμαι δίπλα τους. Γιατί η αληθινή ασφάλεια δεν είναι ποτέ μόνο θέμα δρόμων και καμερών. Είναι θέμα αγάπης, παρουσίας και πίστης ότι, μέσα σε μια πόλη που αλλάζει, μπορούμε ακόμα να μεγαλώσουμε παιδιά που δεν θα φοβούνται τον κόσμο, αλλά θα θέλουν να τον κάνουν καλύτερο.