Γιατί κλαίει ένα παιδί και πώς να το διαχειριστείτε

Γιατί κλαίει ένα παιδί και πώς να το διαχειριστείτε

Τα περισσότερα μικρά παιδιά έχουν την τάση να βάζουν τα κλάματα με το παραμικρό. Μπορεί να κλάψουν επειδή κάποιος τους πήρε το παιχνίδι, επειδή έχει έρθει η ώρα για ύπνο, για να φάνε ή για να βουρτσίσουν τα δόντια τους, μπορεί να κλαίνε σπαρακτικά επειδή παραπάτησαν και έπεσαν (ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν πονούν καθόλου) ή επειδή το μεγάλο αδερφάκι τους τράβηξε τα μαλλιά. Στα πρώτα κλάματα οι γονείς αγχώνονται και τρέχουν να τα καθησυχάσουν, όμως σταδιακά καταλαβαίνουν πότε τα παιδιά υπερβάλλουν με το κλάμα τους και συχνά αποφεύγουν να δώσουν στην αντίδραση αυτή ιδιαίτερη σημασία ή να την αντιμετωπίζουν ακόμα και κοροϊδευτικά.

Η αντίδραση αυτή των γονιών μπορεί να «πετύχει» τον στόχο της –δηλαδή να κάνει το παιδί να σταματήσει να κλαίει, όμως μπορεί και να δημιουργήσει στο παιδί αισθήματα μοναξιάς, απαξίωσης και ανασφάλειας. Ποιος είναι, λοιπόν, ο σωστός τρόπος να αντιμετωπίζει ο γονιός ένα παιδί που κλαίει; Τι είναι «σωστό» να του λέει και τι είναι «λάθος»; Η παιδοψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια κ. Ιουλία Παπάζογλου απαντά.

Τι μπορεί να σημαίνει το κλάμα του παιδιού

Η κ. Παπάζογλου δίνει έμφαση καταρχήν στο να καταλάβει ο γονιός τι είναι το κλάμα. «Το κλάμα είναι μια πολύ σημαντική λειτουργία που έχουμε οι άνθρωποι. Το πέρασμα του εμβρύου στη ζωή συνοδεύεται από το κλάμα του και έτσι περνάει στο στάδιο του νεογέννητου. Είναι ένας μη λεκτικός τρόπος επικοινωνίας που φέρει το μωρό πριν αποκτήσει την ομιλία του για να δηλώσει τη δυσαρέσκειά του για κάτι: Μπορεί να πεινάει, να κρυώνει, να θέλει το στήθος της μαμάς του, να έχει κολικούς. Είναι, λοιπόν, ένα κανάλι επικοινωνίας, οπότε ο γονιός καλείται να αποκωδικοποιήσει το κλάμα».

Η ειδικός τονίζει πόσο σημαντικό είναι να ξέρουμε σε ποια ηλικιακή φάση βρίσκεται το παιδί. «Στην ηλικία των 2 με 3 ετών συμβαίνουν μεγάλες αναπτυξιακές αλλαγές στο παιδί: Αναπτύσσεται η ομιλία του, το παιδί μπορεί να κάνει περισσότερα πράγματα μόνο του και διευρύνεται το φάσμα των συναισθημάτων του (π.χ. για πρώτη φορά το παιδί νιώθει φόβο, απογοήτευση, εντονότερο θυμό). Το παιδί καταλαβαίνει ότι αλλάζει και μαζί του αλλάζει, παράλληλα, και το περιβάλλον του. Το ότι ξεκινά, για παράδειγμα, να πηγαίνει στον παιδικό σταθμό είναι μια τεράστια αλλαγή, ενώ άλλες αλλαγές μπορεί να είναι μια μετακόμιση, μία ασθένεια ή ένα διαζύγιο. Οπότε είναι απόλυτα φυσιολογικό για ένα παιδί να αντιδρά σε όλα αυτά –θα ήταν ανησυχητικό να μην αντιδρούσε!»

Η ειδικός εξηγεί ότι στο στάδιο αυτό το παιδί μπορεί να μην καταλαβαίνει τι ακριβώς είναι αυτό που του συμβαίνει και το οδηγεί σε ξεσπάσματα με κλάματα και τινάγματα. Η θέση του γονιού εδώ είναι πολύ σημαντική, προκειμένου αφενός να μαντέψει τι είναι αυτό που συμβαίνει στο παιδί (π.χ. μήπως είναι κουρασμένο;) και αφετέρου για να «βάλει λόγια στο κλάμα του παιδιού», π.χ. «είσαι κουρασμένος;», «Σε ενοχλούν οι μπότες σου;», «Σε πείραξε κάποιος συμμαθητής σου;». Στη συνέχεια, πολύ βοηθητικό και ανακουφιστικό είναι να αναγνωρίσει ο γονιός την ένταση της ταραχής και το συναίσθημα του παιδιού και να του το πει (π.χ. «καταλαβαίνω και αισθάνομαι ότι τώρα νιώθεις θυμό ή λύπη...»).

Μεγαλώνοντας, κατά την σχολική ηλικία, το παιδί μπορεί απλά να έχει την ανάγκη να κλάψει. Μπορεί να θέλει να μείνει μόνο στο δωμάτιό του για να ξεσπάσει –πάντα υπάρχει ένας λόγος που το παιδί κλαίει. «Το παιδί στην Α' Δημοτικού βιώνει τη διαδικασία της κριτικής από τρίτους, για πρώτη φορά αρχίζει να βαθμολογείται. Ακόμα κι αν αυτό γίνεται με τον καλύτερο τρόπο, δεν παύει να είναι μία δύσκολη νέα 'δουλειά' για το παιδί, με νέους κανόνες στους οποίους πρέπει να ανταπεξέλθει. Επιστρέφοντας στο σπίτι, όμως, το παιδί χαλαρώνει και αφήνεται πιο ελεύθερο για να κλάψει και να γκρινιάξει», λέει η κ. Παπάζογλου.

Η ίδια συνεχίζει: «Είναι πολύ σημαντικός ο τρόπος που θα το πλησιάσει ο γονιός στο σημείο αυτό, προκειμένου να αναγνωρίσει τι συμβαίνει. Καλό είναι να δώσει χρόνο στο παιδί να κλάψει και να του επιτρέψει να ξετυλίξει μόνο του τον 'κρυφό' εαυτό του. Μπορεί, μάλιστα, ο γονιός να προτείνει στο παιδί να έχει στο δωμάτιό του ένα μικρό κουτάκι, μέσα στο οποίο θα φυλά τα ιδιωτικά του πράγματα ή ακόμα να έχει και κάποιο παιχνίδι (π.χ., αρκουδάκι, κούκλα, αυτοκινητάκι) που να του εκμυστηρεύεται τις ανησυχίες του, τις σκέψεις και τα συναισθήματά του –έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει, όλοι έχουμε».

Στη συνέχεια, λέει η ειδικός, μπορεί ο γονιός διακριτικά να ρωτήσει το παιδί τι συμβαίνει κι αν το παιδί δεν είναι ακόμα έτοιμο να ανοιχτεί, να του πει «μίλα μου όποτε θέλεις, εγώ είμαι εδώ για να σε ακούσω». Το κατά πόσο θα ανοιχτεί το παιδί έχει να κάνει με την σχέση που έχει με τους γονείς του, πόσο ασφαλές νιώθει δηλαδή για να τους εκφράσει όλα αυτά που νιώθει. Άλλωστε, ρόλο εδώ θα παίξει και το πώς διαχειρίζονται οι γονείς τα δικά τους συναισθήματα, το δικό τους κλάμα. Αν εκείνοι δε μιλούν ποτέ για όσα τους στεναχωρούν, δεν θα μιλήσουν ούτε τα παιδιά. Αν, όμως, όταν τους δει το παιδί να κλαίνε του δώσουν, έστω λίγες, πληροφορίες για τον λόγο, τα παιδιά θα καταλάβουν ότι συμβαίνει κάποιες φορές να κλαίμε, δεν πειράζει.

Οι «λάθος» και οι «σωστές» φράσεις

Ακούμε κατά καιρούς τους γονείς να λένε στο παιδί, την ώρα που κλαίει, ατάκες όπως: «Δεν αξίζει να κλαις γι'αυτό!», «Τα μεγάλα παιδιά δεν κλαίνε!», «Κορίτσι είσαι και κλαις;» (στα αγόρια), «Αν δεν σταματήσεις να κλαις θα μπεις τιμωρία!». Οι ατάκες αυτές, όπως εξηγεί η κ. Παπάζογλου, δε βοηθούν. Αντίθετα, ενοχοποιούν το παιδί και σταματούν τον διάλογο. Το παιδί παίρνει το μήνυμα ότι κάνει κάτι κακό, χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς γιατί. Παίρνει, ακόμα, το μήνυμα ότι ο γονιός δεν αντέχει να ακούσει την επιθυμία του ή ότι την υποτιμά. Από την άλλη, οι γονείς που αντιδρούν με αυτόν τον τρόπο, μπορεί να έχουν και οι ίδιοι την ανάγκη να κλάψουν ή να γκρινιάξουν και επειδή δεν έχουν τον χρόνο να το κάνουν (ή έχουν μάθει και εκείνοι ότι δεν πρέπει να κλαίνε), έρχονται σε μία εσωτερική σύγκρουση.

Ποιος είναι, λοιπόν, ο «σωστός» τρόπος να απευθυνθεί κανείς στο παιδί που κλαίει; Ας πάρουμε το σύνηθες παράδειγμα του παιδιού που πηγαίνει για πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό. Συμβαίνει συχνά στο στάδιο αυτό τα παιδιά να κλαίνε και να εμφανίζουν αντιδραστική συμπεριφορά. «Η περίοδος που το παιδί πηγαίνει για πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό είναι μεταβατική και το σύνηθες είναι τους πρώτους 3 με 4 μήνες (περίπου μέχρι και τον Ιανουάριο) να αρνείται να πάει στο σχολείο, αλλά τελικά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο να πηγαίνει. Γιατί αντιδρά έτσι; Ρόλο μπορεί να παίζει η σχέση με τη μητέρα του: Μήπως περνούσε πολύ χρόνο μαζί της και τώρα του λείπει; Μήπως του λείπει γενικότερα επειδή εργάζεται πολλές ώρες; Ο γονιός πρέπει να καταλάβει ότι πρόκειται για μία σημαντική μεταβατική περίοδο και να δείξει κατανόηση».

Το καλύτερο που έχει να κάνει ο γονιός για να βοηθήσει το παιδί τη στιγμή του κλάματος είναι να αναγνωρίσει το συναίσθημά του και να του δώσει «χώρο» (να του πει, για παράδειγμα, «καταλαβαίνω ότι σε ενοχλεί, ότι μπορεί να σε θυμώνει, και εγώ νιώθω έτσι αλλά πρέπει να κάνουμε αυτό»). Μπορεί, ακόμα, να κλέψει λίγο χρόνο για να κάνει πράγματα που αρέσουν στο παιδί, δείχνοντάς του ότι υπάρχει μεν πρόγραμμα στην οικογένεια, αλλά μπορούμε να παρεκκλίνουμε μερικές φορές όταν χρειάζεται. Τέλος, μπορεί να αντιστρέψει τους κανόνες και να πει στο παιδί «εσύ τι θα έκανες στη θέση μου;» ή «δεν θέλεις να κάνεις αυτό, τι πιστεύεις ότι πρέπει να κάνεις;».

Πολλές φορές δεν χρειάζονται καν λόγια για να ηρεμήσει ένα παιδί που κλαίει, αλλά να κάνει ο γονιός αυτό που νιώθει. «Μια σφιχτή αγκαλιά, για παράδειγμα, μπορεί να κάνει θαύματα. Και όταν το παιδί ηρεμήσει, κάποια στιγμή αργότερα, μπορεί ο γονιός να δοκιμάσει να συζητήσει μαζί του για αυτό που το στεναχώρησε και να βρουν από κοινού μια λύση. Ακόμα, μπορεί να το ρωτήσει τι θέλει να κάνει όταν εκείνο κλαίει ή είναι θυμωμένο», καταλήγει η ειδικός.

v