«Γιατί δεν πίεσα την κόρη μου να πάει στον παιδικό σταθμό»

«Γιατί δεν πίεσα την κόρη μου να πάει στον παιδικό σταθμό»

Δεν είναι για όλα τα παιδιά εύκολη η πρώτη φορά στον παιδικό σταθμό. Για ένα παιδί ντροπαλό που δυσκολεύεται να κοινωνικοποιηθεί, οι πρώτες μέρες μπορεί να είναι μαρτυρικές. Κι όσο κι αν οι γονείς κατανοούν ότι έχει φτάσει πια η ώρα και ότι αργά ή γρήγορα το παιδί θα συνηθίσει και θα έρθει η μέρα που θα πηγαίνει με χαρά -ή έστω με συγκαταβατικότητα- στο σχολείο, οι στιγμές που το παιδί κλαίει σπαρακτικά και γαντζώνεται από πάνω τους για να μην το παραδώσουν στα χέρια της δασκάλας... ραγίζουν την καρδιά και του πιο ορθολογιστή.

Η μαμά-blogger Joni Edelman, αποφάσισε πως στα 4 της χρόνια, η κόρη της Ella, ήταν πια έτοιμη να πάει στο προνήπιο. Αγόρασαν μαζί την πρώτη της σάκα, καινούργια αθλητικά και φόρμες, συζήτησαν για τους κανόνες του σχολείου και για το ότι όλα τα παιδιά πρέπει να ακούν την δασκάλα, πήγαν μαζί μια βόλτα από εκεί, μέχρι που έφτασε σιγά-σιγά η μεγάλη μέρα! Η μικρή Ella φόρεσε τα νέα της παπούτσια, έπιασε τα μαλλιά της κοτσίδα και κράτησε το χέρι της μαμάς της, για να περπατήσουν μαζί μέχρι το σχολείο. Τα πράγματα, όμως, δεν εξελίχθηκαν όπως η μαμά Joni τα υπολόγιζε...

«Περίμενα πως η Ella θα είναι ντροπαλή. Κάθε φορά που συναναστρέφεται νέους ενήλικες αργεί να 'ζεσταθεί', παρόλο που την έχουμε ξαναφέρει σε επαφή με περιβάλλον 'ομάδας', π.χ. στο κολυμβητήριο ή σε παιδικά εργαστηριάκια.

Καθώς η πρώτη εβδομάδα στον παιδικό σταθμό θεωρείται εβδομάδα προσαρμογής, μου είπαν οι δασκάλες πως θα μπορούσα να αφήσω την Ella στην τάξη με τα άλλα παιδιά και εγώ να περιμένω έξω. Η Ella, όμως, δεν έδειχνε διόλου πρόθυμη να μου αφήσει το χέρι. Δεν έφευγε από κοντά μου για κανέναν λόγο. Οι δασκάλες μου πρότειναν είτε να την παρατήσω σύξυλη, κλαίγοντας, μέσα στην τάξη και να κλειδώσουν την πόρτα, είτε να την πάρω μαζί μου έξω, εκεί που κάθονταν και οι υπόλοιποι γονείς, και να ελπίζω ότι την επόμενη μέρα θα τα πηγαίναμε καλύτερα.

Ήξερα, όμως, ότι αν «έχανα» τη σημερινή μέρα, η επόμενη θα ήταν δυσκολότερη. Κοίταξα, λοιπόν, την Ella και της έκανα νόημα να μπει στην τάξη. Δεν κουνήθηκε καν. Προσπάθησα να την αποσπάσω από το πόδι μου και τότε άρχισε να κλαίει. Προσπάθησα ακόμα περισσότερο, κι όσο προσπαθούσα εκείνη βούλιαζε όλο και πιο χαμηλά, από τον μηρό μου στο γόνατο, μέχρι που έφτασε στον αστράγαλο και γαντζώθηκε από εκεί συνεχίζοντας το κλάμα.

Προσπάθησα να την σπρώξω απαλά προς την πόρτα της τάξης –το κλάμα έγινε ουρλιαχτό. Ζήτησα την βοήθεια της δασκάλας, το ουρλιαχτό δυνάμωσε. Προσπάθησα να την πείσω ότι τα άλλα παιδιά την περίμεναν για να παίξουν μαζί της. Κλάμα ξανά. Της υποσχέθηκα πως όταν θα τελείωνε το σχολείο θα μπορούσαμε να πάμε για μπάνιο. Ή στην παιδική χαρά. Ότι η μέρα της θα περνούσε τόσο ωραία! Ότι θα έλεγε στα μεγάλα της αδέρφια πόσο ωραία πέρασε. Ότι θα μπορούσαμε να παραγγείλουμε πίτσα το βράδυ στο σπίτι... Ακόμα περισσότερο κλάμα.

Σταθήκαμε εκεί για περίπου 15 λεπτά, τα οποία μου φάνηκαν μια αιωνιότητα, με την Ella να παραμένει γαντζωμένη από τον αστράγαλό μου και εμένα να στηρίζομαι από το πόμολο της πόρτας. Υποκρινόμουν ότι είμαι χαλαρή και χαρούμενη, ενώ ένιωθα τρόμο.

Στεκόμασταν.

Εκείνη συνέχιζε να κλαίει. Άρχισα να δακρύζω κι εγώ. Σταδιακά, αθόρυβα εκείνη. Αθόρυβα κι εγώ.

Τη στιγμή εκείνη η καρδιά μου ράγισε για την κόρη μου. Ο απόλυτος τρόμος του αγνώστου. Η απεγνωσμένη ανάγκη για ασφάλεια. Μια απλή επιθυμία: Σε παρακαλώ, μανούλα, μη με αφήνεις εδώ στον τρόμο.

Έσκυψα και χαμηλόφωνα της είπα «Ella, θέλεις να πάμε στο σπίτι;». Και με ένα αχνό νεύμα μου απάντησε «ναι».

Και φύγαμε.

Αν αυτό συνέβαινε με το πρώτο μου παιδί, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα είχα φύγει. Θα κοίταζα γύρω μου και θα σκεφτόμουν 'οι δασκάλες θα νομίζουν ότι αφήνω το παιδί να με κάνει ό,τι θέλει'. 'Θα νομίζουν ότι δεν θεωρώ το προνήπιο σημαντικό'. 'Θα νομίζουν ότι τα παιδιά μου είναι κακομαθημένα που δεν τα πιέζω να μείνουν κλαίγοντας σε ένα άγνωστο μέρος.'

Γιατί θα τα σκεφτόμουν όλα αυτά; Γιατί σε αυτόν τον κόσμο ζούμε και μεγαλώνουμε τα παιδιά μας. Σε έναν κόσμο που δίνει αξία στην αυτοθυσία. Όσο πιο σκληρά δουλεύεις, όσο πιο δυστυχισμένος είσαι, τόσο πιο επιτυχημένος αναμένεται να γίνεις κάποτε. Αν θέλεις να χάσεις 30 κιλά, αλλά μέχρι να το καταφέρεις έχεις χάσει τον εαυτό σου, είσαι επιτυχημένος. Αν παραμένεις σε μία δουλειά που μισείς, είσαι άνθρωπος με αφοσίωση. Αν δουλεύεις μέχρι να πάθεις υπερκόπωση, τουλάχιστον δεν έχεις εγκαταλείψει. Αν κλαις συγκρατημένα, συγχαρητήρια, έχεις επιτύχει, ανεξαρτήτως κόστους.

Σήμερα, όταν ο κόσμος γύρω μου έλεγε 'άσε την να κλάψει, θα το ξεπεράσει', εγώ είπα: Όχι. Θα τιμήσω αυτήν και τον φόβο της και θα βρω έναν άλλον τρόπο.

Σε πρώτη φάση, αποφάσισα να γράψω τις σκέψεις μου.

Τι διδάσκει, άραγε, στο παιδί το ότι σηκωθήκαμε και φύγαμε; Μήπως το να εγκαταλείπεις κάτι που σε κάνει δυστυχισμένο, μεταφέρει στα παιδιά το νόημα ότι δεν χρειάζεται να ολοκληρώνουν τα πάντα στην ζωή τους; Και μήπως η έννοια της επιμονής, παρά τον πόνο, αν αυτό επιδιώκουμε να πετύχουμε, τα διδάσκει πραγματικά την αφοσίωση; Ή μήπως τα διδάσκει ότι η επιτυχία απαιτεί αυτοθυσία, ανεξάρτητα από τον πόνο; Ποια είναι τελικά η διαχωριστική γραμμή, ανάμεσα στην επιτυχία και την δυστυχία;

Ο πόνος και η λύπη δεν αποτελούν, κατά τη γνώμη μου, γονικές επιτυχίες. Δεν έχει να μάθει κάτι το παιδί με τον τρόπο αυτόν, παρά θα εισπράξει το μήνυμα ότι όταν με χρειαζόταν, εγώ έφυγα.

Η Ella έμεινε ασυγκίνητη από το γεγονός ότι το σχολείο ξεκίνησε και εκείνη δεν πηγαίνει. Ούτε λυπάται, ούτε μετανιώνει που έχασε αυτή την εμπειρία. Είναι τρομοκρατημένη και δεν θέλει να πάει. Και δεν ξέρω ακόμα τι θα κάνω για να της αλλάξω γνώμη. Όλοι μας -οικογένεια και φίλοι- την πιέζουμε με τα λόγια και της βάζουμε να κάνει «ασκήσεις» ή εργασίες που θα έκανε στο σχολείο, αφήνοντάς της βέβαια και τον χώρο που χρειάζεται –για να μεγαλώσει, να αλλάξει, να ωριμάσει.

Μπορεί κάποια στιγμή να νιώσει έτοιμη για το σχολείο, μπορεί και όχι. Ό,τι κι αν γίνει, εμείς δεν θα την εγκαταλείπουμε όταν μας χρειάζεται.»

Πηγή: scarymommy.com

v