Είναι σωστό να κατασκοπεύουμε το παιδί μας;

Είναι σωστό να κατασκοπεύουμε το παιδί μας;

Είναι πολλά αυτά που προτίθεται να κάνει ένας γονιός για να προστατεύσει το παιδί του. Κάτι γνωστοί μας, για παράδειγμα, έχουν «κατεβάσει» μια εφαρμογή στο κινητό της 13χρονης κόρης τους, η οποία τους δείχνει ανά πάσα στιγμή πού βρίσκεται η μικρή. Πρόκειται, δηλαδή, για έναν χάρτη πάνω στον οποίον υπάρχει μια κουκίδα (το κορίτσι), η οποία μετακινείται όποτε μετακινείται η ίδια. Πώς σας ακούγεται αυτή η ιδέα; Απαραίτητο μέτρο ασφαλείας ή υπερπροστατευτικότητα και παρεμβατικότητα στην ιδιωτικότητα του παιδιού; Κι αν αυτό είναι θεμιτό, τότε πού τελειώνουν τα όρια της "κατασκοπίας";

Σύμφωνα με τον παιδοψυχολόγο-οικογενειακό σύμβουλο James Lehman, το πόση ιδιωτικότητα χρειάζονται τα παιδιά μας, συνδέεται άμεσα με το πόση υπευθυνότητα, συνέπεια και ειλικρίνεια αυτά επιδεικνύουν. Μπαίνοντας στην εφηβεία, τα παιδιά έχουν ανάγκη να «αποκοπούν» κάπως από τους γονείς και να αυτονομηθούν –να αποκτήσουν, κατά κάποιον τρόπο, δική τους ζωή. Και η αλήθεια είναι ότι, η εφηβεία γι’αυτόν τον σκοπό θα πρέπει να τα προετοιμάσει. Ωστόσο, μέρος αυτής της διαδικασίας είναι η εφαρμογή ορίων –όρια, δηλαδή, που σηματοδοτούν πού «τελειώνει» το παιδί και πού «αρχίζει» ο γονιός.

Όσο το παιδί είναι πολύ μικρό, δεν υπάρχει διαχωρισμός. Το μωρό εξαρτάται με κάθε τρόπο από τον γονιό. Στη συνέχεια, όμως, μεγαλώνει και αρχίζουν να μπαίνουν τα όρια. Έρχεται κάποτε η μέρα που το παιδί πηγαίνει στο μπάνιο και κλείνει πίσω του την πόρτα, γιατί χρειάζεται ιδιωτικότητα, ενώ ντρέπεται όταν κάποιος μπαίνει μέσα. Ο διαχωρισμός αυτός είναι φυσικό μέρος των ανθρώπινων σχέσεων και όσο μεγαλώνει το παιδί, οι γραμμές γίνονται όλο και πιο σαφείς. Μπορεί κατά καιρούς να διαφωνούμε με το παιδί ως προς το πού θα πρέπει να μπαίνουν αυτά τα όρια, όμως η ανάγκη του να υπάρχουν είναι σημαντική και αξίζει τον σεβασμό μας. Ο έφηβος δικαιούται να έχει προσωπικό χώρο, τον οποίο η υπόλοιπη οικογένεια να σέβεται.

Η αρχή έχει ήδη γίνει…



Σύμφωνα με έρευνα του Αμερικανικού Pew Research Center, η οποία έγινε σε γονείς παιδιών ηλικίας από 13 έως 17 ετών, το 61% των γονιών ελέγχει τις ιστοσελίδες που επισκέπτονται τα παιδιά, το 60% έχει πρόσβαση στους λογαριασμούς τους στα social media και το 48% παρακολουθεί τα τηλεφωνήματα και τα μηνύματά τους. Δεν είναι παράλογο –τα παιδιά σήμερα περνούν τόσο πολύ χρόνο στο ψηφιακό βασίλειο (είτε για ψυχαγωγία, είτε για επικοινωνία και πληροφόρηση) που τα ψηφιακά μέσα έχουν γίνει δεύτερη φύση τους. Όσο, όμως, αυξάνεται η χρήση τους, τόσο αυξάνονται και οι δυνατότητες γονικού ελέγχου, για λόγους υγείας και ασφάλειας.

Μάθετε περισσότερα για τον γονικό έλεγχο στις συσκευές που χρησιμοποιεί το παιδί εδώ.

Το πρόβλημα, ωστόσο, ξεκινά όταν οι γονείς αρχίζουν να το παρακάνουν, χρησιμοποιώντας τα ελεγκτικά αυτά μέσα με τρόπο παρεμβατικό. Ένας γονιός που διαρκώς παρακολουθεί και επεμβαίνει στη ζωή του παιδιού (π.χ. Γιατί πήγες στο περίπτερο; Γιατί έμεινες τόση ώρα;) παρεμποδίζει την ανεξαρτησία που αυτό χρειάζεται να «δοκιμάσει», προκειμένου να εξελιχθεί σε υγιή ενήλικα.

Οι δύο όψεις του νομίσματος



Από τη μια μεριά, λένε οι ειδικοί, αν θέλουμε το παιδί μας να αρχίσει σιγά-σιγά να συμπεριφέρεται σαν ενήλικας, θα πρέπει να του επιτρέπουμε κι εμείς να λειτουργεί ως τέτοιος, παρέχοντας ορισμένη ανεξαρτησία και ιδιωτικότητα. Από την άλλη, όμως, το να γνωρίζουν τα μέλη της οικογένειας πού βρίσκεται ο καθένας, ανά πάσα στιγμή της ημέρας, δεν αποτελεί ένδειξη εμπιστοσύνης και σεβασμού που οφείλουν να έχουν οι άνθρωποι που μοιράζονται στενές σχέσης αγάπης;

«Το πρόβλημα δημιουργείται όταν πρόκειται για έναν 16χρονο που νιώθει ότι καταδιώκεται από τους γονείς του» λέει η Dr. Danah Boyd, καθηγήτρια Κοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Νέας Υόρκης, «Και αυτό γιατί η δημοσιοποίηση πληροφοριών δεν αποτελεί αμοιβαίο δείγμα εμπιστοσύνης και σεβασμού, παρά μια διαδικασία επιτήρησης». Στη συνεργασία με εφήβους, η ίδια παρατήρησε ότι η πλειοψηφία των γονιών ήταν τόσο αυστηρή με την παρακολούθηση των παιδιών, ώστε να επηρεάζει τις μεταξύ τους σχέσεις. Καταλήγει, λοιπόν, στο ότι «το να ζητάς από το παιδί σου τους κωδικούς του στο Facebook μπορεί να είναι θεμιτό (αν και αλλόκοτο) όταν έχετε μια υγιή σχέση. Είναι, όμως, καταστροφικό σε μία μη υγιή σχέση».

Ο δε Lehman συμπληρώνει «Κατά τη γνώμη μου, αν έχετε ένα παιδί άξιο εμπιστοσύνης, υπεύθυνο και ειλικρινές, δεν χρειάζεται να το παρακολουθείτε. Αντίθετα, χρειάζεται να σέβεστε τα όρια που μαζί θα βάλετε. Σκεφτείτε το –εσείς θα θέλατε το παιδί σας να ελέγχει το κινητό σας και να ψαχουλεύει τα συρτάρια σας; Η ιδιωτικότητά του είναι ένα προνόμιο που κερδίζει με την ειλικρίνεια που επιδεικνύει –δεν είναι δικαίωμα».

Από την άλλη, «Αν έχετε ανακαλύψει κάτι ενοχοποιητικό ή υποπτεύεστε ότι το παιδί σας συμμετέχει σε επικίνδυνες δραστηριότητες (π.χ. αν υποπτεύεστε ότι μπορεί να παίρνει ναρκωτικά ή να συναναστρέφεται με κακές παρέες), έχετε και δικαίωμα να διερευνήσετε τι συμβαίνει στη ζωή του παιδιού σας και υποχρέωση να το προστατεύσετε, ακόμα κι αν το ίδιο δεν θέλει κάτι τέτοιο.» Αν το παιδί δεν είναι αρκετά υπεύθυνο, ώστε να προσέχει τον εαυτό του και να παραμένει ασφαλές, τότε ο ρόλος αυτός θα πρέπει να παραμείνει στα χέρια σας.

Φροντίστε, όμως, ό,τι κάνετε να το κάνετε εις γνώση του παιδιού. Οι κανόνες που θέτετε πρέπει, πέρα από σαφείς, να είναι και ειλικρινείς. Είναι σημαντικό να καταλάβει το παιδί σας ότι στην οικογένειά σας δεν υπάρχουν μυστικά –υπάρχει, όμως, εμπιστοσύνη. Αν, λοιπόν, αποφασίσατε ότι πρέπει να ελέγξετε το παιδί σας, το καλύτερο που έχετε να κάνετε είναι να του πείτε «Δυστυχώς, έχασες την εμπιστοσύνη μου και θα χρειαστεί να σε ελέγχω πιο συχνά. Το κάνω γιατί σε αγαπώ, θέλω να είσαι ασφαλής και δεν θα σε αφήσω να κάνεις κακό στον εαυτό σου.»

 

v