«Όλη μου τη ζωή φρόντιζα τους άλλους, ώσπου δεν είχα κουράγιο ούτε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι…»

«Όλη μου τη ζωή φρόντιζα τους άλλους, ώσπου δεν είχα κουράγιο ούτε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι…»

Υπάρχουν άνθρωποι που είναι από τη φύση τους ταγμένοι να νοιάζονται τους άλλους, να τους φροντίζουν και να στέκονται δυνατοί δίπλα σε κάθε άνθρωπο που τους έχει ανάγκη και οποιαδήποτε στιγμή. Αν, όμως, δεν προσέξουν τον εαυτό τους, έρχεται μια μέρα που κουράζονται πολύ και «αδειάζουν» ψυχικά και τότε, είναι εξαιρετικά δύσκολο να συνεχίσουν αυτό που έκαναν με τόση αγάπη και προσήλωση. Αυτή η γυναίκα που φορτώθηκε με πολλές ευθύνες από μικρή, μας περιγράφει το πώς αμέλησε τον εαυτό της ώσπου ένιωσε ότι δεν είχε πια τίποτε άλλο να προσφέρει στους γύρω της.

«Από τότε που ήμουν μικρό παιδί, το μόνο που θυμάμαι είναι να φροντίζω τους άλλους. Μόλις στα πέντε μου, είδα τον πατέρα μου να μας εγκαταλείπει μόνες, εμένα και την έγκυο μητέρα μου. Έγινα τότε η μικρή της βοηθός σ’ όλη τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, αλλά και μετά, που πρόσεχα τη μικρή μου αδερφή όποτε η μάνα μου δούλευε ή φρόντιζε το σπίτι. Κι ήμουν εγώ που ξάπλωνα δίπλα στη μικρούλα μας, όταν αυτή δεν μπορούσε να κοιμηθεί χωρίς παρέα.

Σιγά σιγά, έγινα εκείνη στην οποία βασίζονταν όλοι. Η υπεύθυνη, η συνετή και η συμπονετική κόρη, ο “βράχος” της οικογένειας.

Ξέρω πια, πως αυτός ο ρόλος δεν είναι κατάλληλος για ένα μικρό παιδί, πόσο μάλλον αν του αποδοθεί αναγκαστικά, επειδή οι μεγάλοι δεν κάνουν αυτό που πρέπει. Ακόμη και τον έφερα εις πέρας με επιτυχία, παρά το μικρό της ηλικίας μου, έπρεπε κάποιος να βρεθεί και να πει “στοπ”, να με αφήσει να ζήσω κι εγώ λίγο σαν παιδί.

Αυτό δε συνέβη και η συνέπεια ήταν ο ρόλος αυτός να καταλάβει πλήρως την προσωπικότητά μου. Μεγάλωσα και δεν σταμάτησα ποτέ να ασχολούμαι με τους άλλους, ακόμη και επαγγελματικά – όλες οι δουλειές που έχω αναλάβει κατά καιρούς είναι δουλειές που έχουν να κάνουν με την φροντίδα και την καθοδήγηση κάποιου ή κάποιων, ενήλικων ή παιδιών.

Ώσπου έγινα κι εγώ μάνα – έχω δύο υπέροχους γιους – και όλα αυτά απόκτησαν επιτέλους ένα βαθύτερο νόημα. Και πήρα τόσο κουράγιο από τα παιδιά μου που πίστεψα πως τώρα μπορώ να δίνω ακόμη περισσότερα σε όσους με χρειάζονται. Πως η συμπόνοια και οι αντοχές μου είναι αστείρευτες και μπορώ να είμαι παντού και να φροντίζω για τα πάντα.

Και τότε, κυριολεκτικά έσπασα…

Με τα παιδιά μου ακόμη πολύ μικρά, το ένα στην ηλικία που ήμουν εγώ όταν η οικογενειά μου διαλύθηκε, βρέθηκα να έχω ξεπεράσει τα όριά μου, σωματικά και ψυχικά. Δεν ξέρω ποια στιγμή συνέβη αυτό, ποια ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Αλλά, όσο πρωτόγνωρο και δυσάρεστο ήταν, άλλο τόσο δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Έγινα απίστευτα ευερέθιστη, ξεσπούσα σε φωνές με το παραμικρό στο σπίτι, ενώ στη δουλειά προσπαθούσα πολύ να μην γίνω δυσάρεστη στις γυναίκες που με καλούσαν – εκείνον τον καιρό εργαζόμουν ως σύμβουλος θηλασμού.

Και δεν ήταν μόνο το ψυχολογικό. Οι στομαχόπονοι και οι ημικρανίες δεν με άφηναν σε ησυχία. Για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα ότι δεν έχω κανέναν απολύτως έλεγχο του εαυτού μου, από κάθε άποψη. Ένιωθα μόνη και αβοήθητη, να με πλημμυρίζει ένα μείγμα άγχους και θυμού – όσα, δηλαδή, έπρεπε να έχω νιώσει μικρή.

Είναι αληθινά απίστευτο το πως ένας άνθρωπος που έχει ξοδέψει όλη του τη ζωή να φροντίζει τους άλλους, μπορεί, απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, να μην θέλει ούτε να φέρει ένα ποτήρι νερό στο παιδί του. Ένιωθα “άδεια”, δεν είχα κουράγιο ούτε να σηκωθώ απ’ το κρεβάτι μου, πόσο μάλλον να φροντίσω το σπίτι και τις δουλειές μου. 

Ευτυχώς, ο σύζυγός μου πήρε μετά χαράς τον ρόλο του "βράχου" και επισκεφθήκαμε μαζί έναν ειδικό. Αντιλήφθηκα έτσι, το πόσο εύκολα η κόπωση αυτού του είδους μπορεί να ρίξει σε κάποιον που φροντίζει για τα πάντα εκτός απ’ τον εαυτό του. Καταλήξαμε πως, πέρα απ’ τις συνεδρίες μας, έπρεπε να πάρω μια γερή άδεια απ’ τη δουλειά και να ξεκουραστώ καλά. Στη συνέχεια, θα έπρεπε να χαλαρώσω το βαρύ πρόγραμμά μου από δουλειές και προβλήματα τρίτων και να αφοσιωθώ στα παιδιά μου και στο κομμάτι της δουλειάς μου που αγαπώ περισσότερο.

Και φυσικά, να ασκούμαι όσο γίνεται, να προσέχω τον ύπνο και τη διατροφή μου και να βάλω επιτέλους κάποια όρια, όχι μόνο στον εαυτό μου αλλά και σ’ αυτά που ζητάν οι άλλοι από μένα.

Όχι μόνο για μένα, αλλά για να είμαι γερή και να μπορώ να προσφέρω την αγάπη, τη φροντίδα και τις γνώσεις μου στους δικούς μου και σε όσους με έχουν ανάγκη για πολύ καιρό ακόμη.»

v