«Καμιά φορά, οι πιο σοφοί άνθρωποι δεν έχουν πτυχία…»

«Καμιά φορά, οι πιο σοφοί άνθρωποι δεν έχουν πτυχία…»

Όταν ήμουν παιδί, περνούσα τις καλοκαιρινές μου διακοπές στο χωριό με τη γιαγιά και τον παππού - κι αυτό ήταν, ίσως, το καλύτερο δώρο που μου έκαναν ποτέ οι γονείς μου!

Στο χωριό έμαθα να κάνω καλούς φίλους, να ετοιμάζω μόνη μου το φαγητό μου, να αγαπώ και να φροντίζω τη φύση και να αξιοποιώ δημιουργικά τον ελεύθερο χρόνο μου. Το «βαριέμαι» δεν ήταν ποτέ αποδεκτή επιλογή για την γιαγιά και τον παππού. Όταν δεν είχα τι να κάνω, καβαλούσα το ποδήλατο, έπαιρνα σβάρνα τα πλακόστρωτα σοκάκια και εξερευνούσα εγκαταλελειμμένα σπίτια ή περίεργα μικρά ζώα που έβλεπα για πρώτη φορά. Μάλιστα, σε μία από αυτές μου τις εξερευνήσεις, γνώρισα τον άνθρωπο που έμελλε να γίνει ο μέντοράς μου. 

Ήταν ένας παππούς λίγο πάνω από τα 80 που ζούσε μόνος του στην άκρη του χωριού. Το πλινθόκτιστο σπίτι του ήταν ατημέλητο και έμοιαζε εγκαταλελειμμένο. Όταν έφτασα μπροστά από την ξύλινη πόρτα του πρώτη φορά, την άνοιξα χωρίς να το πολυσκεφτώ νομίζοντας πως είναι άδειο. Άναψα τον φακό μου και με διστακτικά βήματα έφερα μια βόλτα το μικρό αυτό σπιτάκι με την λιτή διακόσμηση, τα ελάχιστα έπιπλα και τα πολλά σκονισμένα βιβλία. Και πριν προλάβω να ολοκληρώσω την «ξενάγησή» μου, άκουσα από το βάθος του σαλονιού μία γέρικη φωνή να με καλωσορίζει. 

Στην αρχή ομολογώ πως τρόμαξα, αλλά η φωνή του ήταν τόσο καλοσυνάτη και γλυκειά όταν μου ζήτησε να πλησιάσω, που έδιωξε όλους τους ενδοιασμούς και τους φόβους μου. Το όνομά του ήταν Στέλιος, ήταν χήρος και τα τέσσερα παιδιά του ζούσαν στην Αθήνα. Εκείνος ζούσε μόνος, συντροφιά με τα άπειρα βιβλία του - άλλα τοποθετημένα σε μια παλιά, σκονισμένη βιβλιοθήκη, και άλλα ακουμπισμένα στο πάτωμα σε τεράστιες στοίβες που σχεδόν ακουμπούσαν το ταβάνι. 

Αφότου γνώρισα τον παππού Στέλιο, όπως τον φώναζα, τα μεσημέρια μου στο χωριό απέκτησαν διαφορετικό νόημα… Τον επισκεπτόμουν καθημερινά και καθόμουν μαζί του μέχρι αργά το απόγευμα. Η συντροφιά του είναι από τις πιο έντονες και τρυφερές παιδικές μου αναμνήσεις, τις οποίες διηγούμαι μέχρι και σήμερα στα παιδιά μου. 

Ο παππούς Στέλιος δεν είχε πάει στο σχολείο, δεν είχε πτυχία ή μεταπτυχιακά αλλά ήταν ο πιο σοφός και καλλιεργημένος άνθρωπος που γνώρισα ποτέ. Ήταν εκείνος που μου έμαθε πως το πιο δυνατό όπλο του ανθρώπου είναι η ευγένεια και πως το μαγικό κλειδί που ανοίγει την καρδιά του ανθρώπου είναι η αλληλεγγύη. 

Ο παππούς Στέλιος μου έμαθε πως τα πιο όμορφα ταξίδια είναι εκείνα του μυαλού μας και πως τα βιβλία είναι το πιο σαγηνευτικό παράθυρο στον κόσμο. «Κανένας άνθρωπος δεν είναι κακός» μου έλεγε συχνά ενώ με σέρβιρε καρύδια με μέλι σε ένα θολό, γυάλινο μπολ. «Πάντα να ψάχνεις για το καλό, κι εκείνο θα σου αποκαλύπτεται.» 

Χρησιμοποιούσε πάντα απλά και κατανοητά λόγια και οι συμβουλές του ήταν ξεκάθαρες ακόμα και για ένα 7χρονο κορίτσι όπως εγώ. Συμβουλές που όχι μόνο με συντροφεύουν ακόμα, αλλά αργότερα τις διάβασα σε βιβλία μεγάλων και σπουδαίων συγγραφέων και φιλοσόφων, αλλά με λέξεις δύσκολες και δυσνόητες. 

Οι επισκέψεις μου στον παππού Στέλιο συνεχίστηκαν για τα επόμενα έξι χρόνια και η σχέση μας με τον καιρό έγινε πολύ στενή. Περίμενα πώς και πώς να κλείσουν τα σχολεία και να πάω στο χωριό για να τον δω. Του χάριζα καινούρια βιβλία αγορασμένα από βιβλιοπωλεία της Αθήνας, κι εκείνος μου χάριζε βιβλία από την δική του συλλογή. Πολλές φορές, συζητούσα μαζί του τους τσακωμούς μου με τις φίλες μου ή τους γονείς μου, κι εκείνος μου χάιδευε με τρυφερότητα το κεφάλι και γελούσε: «Όταν δυο άνθρωποι μαλώνουν, φταίει εκείνος που είναι πιο έξυπνος» μου έλεγε. «Άρα μάλλον φταις εσύ…» Παρόλο που θύμωνα όταν έριχνε το φταίξιμο πάνω μου, παράλληλα ένιωθα μία βαθιά ικανοποίηση που με θεωρούσε έξυπνη. Με τον καιρό, μάλιστα, σταμάτησα τους καβγάδες κάτι που μάλλον εντυπωσίασε τους γονείς και τους δασκάλους μου, αφού μέχρι τότε ήμουν πρώτη στους τσακωμούς. 

Το πιο σπουδαίο μάθημα που πήρα από τον παππού Στέλιο, όμως, είναι πως η αξία του ανθρώπου δεν καθορίζεται ούτε από τα πτυχία του, ούτε από τα σχολεία που πήγε… Αυτό που έχει πραγματική σημασία είναι οι ουσιαστικές γνώσεις που έχει ένας άνθρωπος, αλλά και ο τρόπος που τις χρησιμοποιεί. Όταν γνωρίζεις πολλά, πρέπει να τα μοιράζεσαι πάντα με καλοσύνη, αγάπη και σύνεση. 

Λίγο πριν τα 14α γενέθλιά μου, επισκέφθηκα το χωριό μου με ανυπομονησία, μιας και είχα μόλις γνωρίσει ένα αγόρι που μου άρεσε και ήθελα να το μοιραστώ με τον παππού Στέλιο. Εκείνος, όμως, δεν ήταν εκεί. Είχε «φύγει» λίγες εβδομάδες πριν για το μεγάλο ταξίδι. Όλοι έμοιαζαν αναστατωμένοι με τον θάνατό του και τότε έμαθα για πρώτη φορά πως ο αγαπημένος μου παππούς Στέλιος, παρότι δεν πήγε ποτέ του σχολείο, είχε διατελέσει άτυπα σπουδαίος δάσκαλος, αλλά και αξιομνημόνευτος δήμαρχος του χωριού. 

Ο παππούς Στέλιος μου άφησε  αρκετά από τα βιβλία του τα οποία φυλάω ακόμα σαν θησαυρό, καθώς και ένα γράμμα που έκλεινε με την εξής φράση:

«Είσαι σπουδαία όχι επειδή είσαι έξυπνη ή διαβαστερή, ούτε επειδή παίρνεις άριστα στο σχολείο - αυτά ενδιαφέρουν μόνο τους ανόητους. Είσαι σπουδαία γιατί τα μάτια σου είναι πάντα ανοιχτά και η καρδιά σου τους χωράει όλους.»

v