Γιατί οι ιστορίες κακοποίησης δεν είναι ιστορίες απ’ την Άγρια Δύση. Είναι αληθινοί μικροί ή μεγάλοι εφιάλτες που τραυματίζουν ακόμα και τις πιο δυναμικές, τις πιο έξυπνες, τις πιο «εμένα δεν θα μου συμβεί ποτέ» γυναίκες. Η Νεφέλη ξεκινάει ακριβώς έτσι την ιστορία της «Ήμουν σίγουρη ότι ποτέ δεν θα βρεθώ σε μια κακοποιητική σχέση». Κι όμως. Βρέθηκε.
«Ας τον πούμε Αλέξανδρο. Με τον Αλέξανδρο γνωριστήκαμε στη δουλειά. Φλερτ, ραντεβού, έρωτας και μαγικό πρώτο δίμηνο σχέσης που δεν ξεκολλούσαμε ο ένας απ’ τον άλλον. Αυτό το είδος τέλειας ερωτικής σχέσης που σε κάνει να σκέφτεσαι ότι δεν υπάρχει περίπτωση να τσακωθείτε ποτέ. Θα ζήσετε για πάντα τρισευτυχισμένοι. Κανείς δεν έζησε ποτέ τον έρωτα σαν εσάς. Είστε οι πιο τυχεροί άνθρωποι του σύμπαντος. Και λοιπά και λοιπά.
Θυμάμαι πολύ ζωντανά τη μέρα που κατάλαβα ότι έχουν αγριέψει πολύ τα πράγματα. Μιλάγαμε, όπως πάντα, όλη μέρα με μηνύματα. Κάποια στιγμή, μπαίνω για σύσκεψη. Επιστρέφω στο γραφείο μου και βρίσκω περίπου 20 μηνύματα που ξεκινούσαν μαλακά, συνέχιζαν με πανικό και κατέληγαν σε ένα μείγμα απελπισίας και απειλών. “Πού είσαι;”, “Γιατί δεν απαντάς;”, “Έρχομαι από ‘κει”, “Θα γίνει χαμός, αν δεν απαντήσεις”. Τον παίρνω τηλέφωνο, εξηγώ ότι ήμουν σε σύσκεψη. Αυτός γελάει. Γελάει και λέει, ότι εντάξει, δεν έγινε και τίποτα, απλά ανησύχησε. Δεν ανησύχησε. Τρελάθηκε που έχασε τον έλεγχο για μία ώρα. Αυτή που θα έπρεπε να έχει ανησυχήσει στην πραγματικότητα ήμουν εγώ.
Αλλά εγώ ήμουν πολύ ερωτευμένη.
Από τότε και μετά βρέθηκα να κάνω τα πιο τρελά πράγματα. Να παρατάω τις φίλες μου στα γενέθλιά τους, για να είμαι μαζί του (πάντα έβρισκε μια γελοία αφορμή για να με απομακρύνει απ’ οτιδήποτε δεν τον συμπεριλάμβανε). Να έχω ανοιχτό το κινητό και να το κοιτάζω με μανία ακόμα και στο σινεμά. Να κλαίω και να ζητάω συγχώρεση που δεν τον σκέφτηκα, δεν τον υπολόγισα, δεν τον αγαπώ αρκετά γιατί μάλλον εγώ δεν ξέρω ν’ αγαπώ, επειδή άργησα 3 ώρες να απαντήσω σ’ ένα μήνυμα ή επειδή βγήκα με μια παρέα απ’ τη δουλειά και του είπα να ‘ρθει μαζί μας.
Ένα βράδυ πήγαμε για ποτό. Του καρφώθηκε στο μυαλό ότι φλέρταρα με τον μπάρμαν (γιατί εννοείται ότι όποιος ήταν γύρω μου με ήθελε κι εγώ αντίστοιχα τον ήθελα κι εγώ). Φύγαμε. Ανεβήκαμε στη μηχανή χωρίς να πούμε λέξη. Και άρχισε να οδηγεί με τον πιο επικίνδυνο τρόπο που μπορούσε. Έτρεχε, αγνοούσε τα φανάρια, έστριβε απότομα κι εγώ φώναζα “τι κάνεις;” και “σταμάτα”, αλλά ήταν να σαν να μην υπήρχα. Αργότερα θα μάθαινα από άλλες κοπέλες πόσο συνηθισμένη πρακτική κακοποιητικού άντρα είναι αυτή…
Από εκεί και μετά, πηγαίναμε από το κακό στο χειρότερο. Μόνο καυγάδες και φωνές και απειλές μπορώ να θυμηθώ. Και ειδικά, μια συγκεκριμένη: “αν μ’ αφήσεις, θα πάω στην Πάτρα, θα βρω το σχολείο της ανιψιάς σου και θα την κάνω κομμάτια”.
Το πιο αγαπημένο μου πλάσμα στον κόσμο ήταν ένα εργαλείο στα χέρια του. Ένα χρήσιμο χαρτί που έπαιζε για να με κρατήσει εκεί, δικιά του και φοβισμένη. Και ξέρετε ποιο ήταν το πιο περίεργο; Δεν έφυγα. Η εξουσία του ήταν τόση, που δεν έφυγα.
Και πρέπει να εξομολογηθώ και κάτι άλλο: ευχόμουν να με χτυπήσει. Έλεγα στον εαυτό μου “αν σε χτυπήσει, θα βρεις το κουράγιο να φύγεις”. Αν σήκωνε το χέρι του, όλη του η εξουσία θα χανόταν, πίστευα. Θα λειτουργούσε το ένστικτο αυτοσυντήρησης και θα έφευγα τρέχοντας.
Τότε ήταν που ξεκίνησα να προσπαθώ να τον χωρίσω. Απείλησε πολλές φορές ότι θα αυτοκτονήσει. Απείλησε ότι θα στείλει γυμνές φωτογραφίες μου στη δουλειά μου. Άρχισε να με προσβάλει, να με μειώνει, να με ξεφτιλίζει μπροστά σε κόσμο. Ψήλωνε κάθε φορά που πόναγα. Φούσκωνε κάθε φορά που γινόμουν τρελή από θυμό. Ήθελε να υποφέρω κι εγώ ήθελα να σταματήσει να υπάρχει.
Κι αν αυτός δεν μπορούσε να χαθεί, τότε τουλάχιστον ήθελα να πατήσω ένα κουμπί και να εξαφανιστώ εγώ.
Δεν με χτύπησε ποτέ. Ήμουν απ’ τις τυχερές. Σχεδόν δυο χρόνια και δεκάδες προσπάθειες χωρισμού μετά, κατάφερα να φύγω. Για χρόνια υποτιμούσα την εμπειρία μου. Ήταν μια σκ@τοσχέση. Οκ. Συμβαίνει. Το ήξερα ότι ήταν βίαιος, υποτιμητικός, κακός. Αλλά κακοποιητικός δεν μπορούσα να δεχτώ ότι είναι. Δεν ήθελα να ανήκω στην κατηγορία της κακοποιημένης γυναίκας.
Όμως ήμουν. Είμαι. Και τα καλά είναι ότι έφυγα. Αυτός δεν αυτοκτόνησε, εγώ δεν δολοφονήθηκα. Τσακίστηκε η εμπιστοσύνη, η αυτοπεποίθηση και η χαρά μέσα μου, αλλά τώρα ξέρω: ποτέ ξανά.
Και ξέρω επίσης: ήμουν τυχερή. Κάποια άλλη δεν θα ‘ναι. Γι’αυτό, ας ακούσουμε τη λογική μας, τους φίλους, την οικογένειά μας. Κι όταν βρούμε τη δύναμη να φύγουμε, να θυμόμαστε: ήμασταν, είμαστε θύματα. Όχι χαζές. Όχι καψούρες. Όχι ανασφαλείς. Θύματα.
Συγχώρεση για ‘μας, καμία ανοχή γι’ αυτούς.
Καλή δύναμη.»
«Έπρεπε να είχα φύγει»: Μια κακοποιημένη γυναίκα εξομολογείται
«Έπρεπε να είχα φύγει απ’ την αρχή», γράφει η Νεφέλη. «Έπρεπε να είχα φύγει όταν είδα τα πρώτα red flags. Αλλά ήμουν πολύ ερωτευμένη..»
Οι ιστορίες των γυναικών που κακοποιήθηκαν μας συνταράσσουν. Κι όχι με τη λογική της κλειδαρότρυπας, όχι επειδή σ’ αρέσει να παρακολουθείς το δράμα κάποιου άλλου για να νιώσεις ευχαριστημένος με τη δική σου τη ζωούλα. Σε συνταράσσουν -ιδίως αν είσαι γυναίκα- γιατί κάπου κι εσύ ίσως είχες έναν κακοποιητικό σύντροφο. Κι ίσως το κατάλαβες κι έφυγες νωρίς, ίσως υπέμεινες πολλά περισσότερα απ’ όσα σου άξιζαν. Πάντως, 7 στις 10 σύγχρονες γυναίκες θα βρεθούν να πουν: «φτηνά τη γλίτωσα…».