«Η απροσεξία που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του μωρού μου»

«Η απροσεξία που παραλίγο να στοιχίσει τη ζωή του μωρού μου»

«Ήταν 10.30 το πρωί. Είχα ξυπνήσει από τις 7.00 -είχα ήδη ξυπνήσει και στις 2.00 και στις 4.00 γιατί τη μία έφυγε η πιπίλα και την άλλη πείνασε. Είχε θηλάσει, είχα αλλάξει δύο πάνες, είχα ετοιμάσει πρωινό για τη μεγάλη μου κόρη, είχα αδειάσει το πλυντήριο πιάτων, είχα απλώσει τα ρούχα που περίμεναν από χθες το βράδυ στο πλυντήριο ρούχων, είχα καθαρίσει πατάτες, καρότα, κολοκύθια, μελιτζάνες (για το μεσημεριανό), είχα καταφέρει να φάω και εγώ πρωινό (κατά τον ευλογημένο μισάωρο πρωινό ύπνο του μωρού) και στο τέλος έστρωσα τα κρεβάτια των μικρών. Ο άντρας μου ακόμα κοιμόταν. Δεν είχα, όμως, κανένα παράπονο! Ήμουν στο εξοχικό μας και σε λίγα λεπτά θα πλατσούριζα στην θάλασσα που βρίσκεται μόλις λίγα μέτρα μακριά από το σπίτι.

Δεν ήμουν περισσότερο κουρασμένη από όσο είμαι κάθε άλλο πρωινό. Δεν είχα άγχος, δεν είχα νεύρα –είχα απλά χίλια πράγματα στο μυαλό μου που ήξερα ότι πρέπει να γίνουν κατά την διάρκεια της ημέρας, όπως έχει κάθε μαμά με μικρά παιδιά. Φυσιολογικά πράγματα, δηλαδή.

Έβαλα, λοιπόν, αντηλιακό στην 6 μηνών κόρη μου, της φόρεσα το χαριτωμένο μαγιό της και το καινούργιο καπέλο της και την έδεσα στο καρότσι. Έβαλα αντηλιακό και στη μεγάλη μου κόρη (όλα τα υπόλοιπα μπορεί πλέον να τα κάνει μόνη της), και για εμένα -αφού έβαλα μαγιό- πήρα απλά ένα καπέλο, γιατί το μωρό είχε ήδη αρχίσει να δυσανασχετεί. Έβαλα στις τσάντες νερό, αλλαξιές για το μωρό και τη μεγάλη, τις πετσέτες της θάλασσας, φόρτωσα το καρότσι με τα βατραχοπέδιλα της μεγάλης και τη φουσκωτή σαμπρέλα του μωρού. Πήρα στην πλάτη μου και τον φουσκωτό κροκόδειλο. Ξαναγύρισα να πάρω το κινητό μου…

Και πήραμε να κατηφορίζουμε τον στενό, τσιμεντένιο, κατηφορικό διάδρομο που οδηγεί στην παραλία. Ο ήλιος έκαιγε και είχε καταξεράνει τα αγριόχορτα αριστερά και δεξιά από τον διάδρομο που μερικούς μήνες πριν τον στόλιζαν με το πράσινο χρώμα τους.

Δεν είχα κάνει τρία βήματα όταν συνειδητοποίησα ότι δεν είχα πάρει μαζί πιπίλες –δεν γίνεται μπάνιο με το μωρό χωρίς πιπίλες, γιατί ανοίγει το στόμα και γλύφει τα αλάτια από τη σαμπρέλα και καταπίνει θαλασσινό νερό. Υπερβολές, θα μου πείτε, αλλά όταν έχεις συνηθίσει να είσαι ο γονιός που κάνει και σκέφτεται τα πάντα… δεν γίνεται να μην έχεις στην τσάντα του μωρού πιπίλες!

Στα γρήγορα, κατέβασα με το πόδι μου το φρένο του καροτσιού, είπα στη μεγάλη μου κόρη να προχωρήσει και έτρεξα προς το σπίτι. Το φρένο, όμως, δεν έπιασε. Ξε-μάγκωσε και μέχρι να γυρίσω το κεφάλι μου το καρότσι (με το μωρό μου μέσα) άρχισε να προχωρά με συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα πάνω στον τσιμεντένιο διάδρομο, ο οποίος σε κάποιο σημείο στρίβει, όμως το καρότσι δεν έστριψε, παρά βγήκε από την πορεία, του έπεσε από το σκαλοπάτι του διαδρόμου και γύρισε εντελώς τούμπα, μισό στο τσιμέντο και μισό στα αγριόχορτα.

Έτρεξα σαν την τρελή, ουρλιάζοντας, όμως δεν προλάβαινα με τίποτα να το σταματήσω. Σήκωσα το καρότσι όπως-όπως, με κομμένη την ανάσα για το τι θα αντίκριζα, σε τι κατάσταση θα έβρισκα το μωρό μου που είχε σχεδόν πλακωθεί από το βαρύ μεταφορικό του μέσο. Το κλάμα του μου έδωσε κουράγιο!

Γύρισα και τοποθέτησα στο έδαφος το καρότσι και καθώς έλυνα το μωρό, παρατηρούσα το προσωπάκι και το σώμα του για τραύματα. Δεν είχε σχεδόν το παραμικρό. Μόνο μια μικρή γρατζουνιά στο γόνατο και άλλη μία στο χεράκι. Πήρα το μικρό μου που σπάραζε στο κλάμα στην αγκαλιά μου και τρέμοντας άρχισα να κλαίω μαζί του.

Πόση ντροπή. Πόσες ενοχές. Πόσο μισούσα και αηδίαζα με τον εαυτό μου τη στιγμή εκείνη. Τόσο που δεν μπορούσα ακόμα να εκτιμήσω το γεγονός ότι το μωρό μου ήταν καλά –πως (δόξα να’χει όποιος καλός άγγελος το προστάτευσε!) δεν είχε πάθει το παραμικρό. Έκατσα στο πάτωμα, φιλώντας παντού την μικρή μου κόρη και ζητώντας της χίλιες φορές συγνώμη για τον τρόμο που της προκάλεσα…



Λίγα λεπτά μετά εμφανίστηκε ο άντρας μου που είχε ακούσει την φασαρία και μη μπορώντας να καταλάβει τι είχε συμβεί, πήρε ήρεμα το μωρό από τα χέρια μου και μας οδήγησε στο σπίτι.

Κλείστηκα μόνη μου σε ένα δωμάτιο και έκλαψα με λυγμούς για ώρα. Έκλαψα επειδή ένιωθα να είμαι η χειρότερη μαμά του κόσμου. Έκλαψα επειδή κάτι τέτοιο δεν μου είχε συμβεί ποτέ ξανά, ούτε με τη μεγάλη μου κόρη, κάτι που με έκανε να αναρωτιέμαι τι μπορούσε να σημαίνει αυτό για το δεύτερο παιδί μου –μήπως δεν το αγαπούσα αρκετά; Μήπως δεν νοιαζόμουν όσο έπρεπε; Έκλαψα από ντροπή για τις κακεντρεχείς σκέψεις που έχω κάνει για μαμάδες που π.χ. κάποια στιγμή τους έπεσε το παιδί τους μέσα από τα χέρια τους…

Παρά τις προσπάθειες του άντρα μου να με ηρεμήσει και να μου θυμίσει ότι σε όλους τους γονείς έχει συμβεί κάτι παρεμφερές και πως θα πρέπει μόνο να είμαι ευγνώμων που το παιδί είναι καλά, για πολλές μέρες δεν μπορούσα να ηρεμήσω και έβλεπα κάθε νύχτα την ίδια σκηνή, σαν εφιάλτη.

Και επειδή πλέον έχει περάσει καιρός και μπορώ να δω τα πράγματα στην πραγματική τους διάσταση, γράφω αυτό μόνο και μόνο για να θυμίσω στις μανούλες με μωρά και μικρά παιδάκια πόσο μα πόσο πολύ πρέπει να προσέχουν ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ. Οι πιπίλες δεν είναι σημαντικό. Ούτε το κινητό. Όταν έχεις δύο παιδιά και πέντε εκατομμύρια δουλειές που πρέπει να γίνουν από εσένα και μόνο, πρέπει απλά να αποδεχτείς όταν ΔΕΝ ΓΙΝΕΤΑΙ να τα κάνεις όλα τέλεια και ότι υποχρεωτικά -και ακριβώς για να μην κινδυνεύσει κανενός η ζωή- πρέπει να βάλεις προτεραιότητες. Και προτεραιότητα με τα παιδιά είναι η ασφάλειά τους. Και το διπλοτσεκάρισμα της ασφάλειας. Και ίσως και ένας τρίτος έλεγχος. Όλες οι υπόλοιπες δουλειές, όλα τα υπόλοιπα άγχη μπορούν να περιμένουν. Και αυτό ισχύει για κάθε πτυχή της καθημερινότητας των παιδιών μας, όπου κι αν βρισκόμαστε, ό,τι κι αν κάνουμε! Αυτονόητο θα μου πείτε, ε; Και εγώ, έτσι νόμιζα…»

 

v