Ενδομητρίωση: Τα αίτια, τα συμπτώματα και η θεραπεία

Ενδομητρίωση: Τα αίτια, τα συμπτώματα και η θεραπεία

Η ενδομητρίωση είναι ένα αρκετά κοινό πρόβλημα, καθώς το 15% των γυναικών πάσχει από τη νόσο αυτή σε κάποιο βαθμό. Καθώς η υπογονιμότητα σχετίζεται έντονα με αυτήν, είναι απαραίτητο τα συμπτώματα να αναγνωρίζονται και να αντιμετωπίζονται έγκαιρα. Ποια είναι αυτά, όμως, και τι πρέπει να κάνει ο ιατρός;

Ενδομητρίωση είναι η ανάπτυξη ιστού του ενδομητρίου σε περιοχές εκτός της μητρικής κοιλότητας, ενώ φυσιολογικά ο ιστός αυτός βρίσκεται μόνο στο εσωτερικό της μήτρας (ενδομήτριο). Όταν η ανάπτυξη αυτή του ενδομητρίου γίνεται μέσα στο μυϊκό τοίχωμα της μήτρας, τότε ονομάζεται αδενομοίωση.

Συνήθως, η ενδομητρίωση περιορίζεται στο βλεννογόνο της κοιλιακής κοιλότητας ή στην επιφάνεια των κοιλιακών οργάνων. Ο εκτός τόπου ιστός ενδομητρίου (εμφύτευμα ενδομητρίου) συχνά προσκολλάται στις ωοθήκες και στους συνδέσμους που στηρίζουν τη μήτρα. Λιγότερο συχνά ευρίσκεται στην εξωτερική επιφάνεια του λεπτού και παχέος εντέρου, στους ουρητήρες, στην ουροδόχο κύστη, στον κόλπο, σε χειρουργικές ουλές της κοιλιάς ή στο βλεννογόνο της θωρακικής κοιλότητας. Με την πάροδο του χρόνου μπορεί να σχηματιστούν συμφύσεις (ινώδεις ταινίες που συνδέουν τα όργανα, τα οποία κανονικά δε συνδέονται μεταξύ τους). Εκτιμάται ότι περίπου το 15% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας πάσχει από κάποιο βαθμό ενδομητρίωσης. Συνήθως η ενδομητρίωση εμφανίζεται σε άτοκες γυναίκες, υψηλού κοινωνικού - οικονομικού επιπέδου. Η ανάπτυξή της αρχίζει την τρίτη δεκαετία της ζωής της γυναίκας και η συμπτωματολογία της εκδηλώνεται γύρω στα 30 χρόνια, ενώ υποστρέφει μετά την εμμηνόπαυση.

Πώς γίνεται αντιληπτή

Τα αίτια της ενδομητρίωσης δεν έχουν προσδιοριστεί. Κύτταρα του βλεννογόνου της μήτρας μπορεί κατά κάποιο τρόπο να μετακινηθούν σε περιοχές εκτός της μήτρας, όπου και συνεχίζουν την ανάπτυξή τους. Αυτή η μετακίνηση μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά μικρά τεμάχια βλεννογόνου, από αυτά που απορρίπτονται κατά την εμμηνορρυσία, τα οποία οπισθοδρομούν διαμέσου των σαλπίγγων προς τις ωοθήκες και εντός της κοιλιακής κοιλότητας, αντί να εξέλθουν μαζί με τα έμμηνα από τον κόλπο.

Η συμπτωματολογία στην ενδομητρίωση ποικίλλει σε μεγάλο βαθμό, ανάλογα με την εντόπιση και τη βαρύτητα της νόσου, χωρίς αυτό να αποτελεί πάντοτε και τον κανόνα, αφού μια βαριά ενδομητρίωση είναι δυνατόν να μην παρουσιάζει κάποιο σύμπτωμα, ενώ αντίθετα μια ελαφρά ενδομητρίωση εμφανίζει ενίοτε έντονη συμπτωματολογία. Η κλασική πεντάδα συμπτωμάτων περιλαμβάνει: τον πυελικό πόνο, τη δυσμηνόρροια (πόνος κατά τη διάρκεια της έμμηνης ρύσης), τη δυσπαρευνία (πόνος κατά τη διάρκεια της συνουσίας), τις ανωμαλίες της εμμηνορρυσίας και την υπογονιμότητα.

Η διάγνωση και η αντιμετώπιση

Ο ιατρός υποπτεύεται την ύπαρξη ενδομητρίωσης σε γυναίκα που παρουσιάζει τα τυπικά συμπτώματα ή ανεξήγητη υπογονιμότητα. Η διάγνωση γίνεται συνήθως με τη λαπαροσκόπηση. Σε μερικές περιπτώσεις η ενδομητρίωση δεν αναγνωρίζεται εύκολα και η διάγνωση μπορεί να γίνει μόνο με βιοψία (αφαίρεση μικρού τεμαχίου ιστού για μικροσκοπική εξέταση στο εργαστήριο), συνήθως κατά τη διάρκεια της λαπαροσκόπησης.

Άλλες χρήσιμες εξετάσεις για να διαπιστωθεί η έκταση της νόσου και να παρακολουθείται η πορεία της είναι το υπερηχογράφημα, η αξονική τομογραφία (CT) η μαγνητική τομογραφία (MRI), καθώς και ορισμένες εξετάσεις του αίματος για την ανίχνευση δεικτών της ενδομητρίωσης (π.χ. Ca-125). Η Αμερικάνικη Εταιρεία Αναπαραγωγικής Ιατρικής έχει καθιερώσει κριτήρια για την ταξινόμηση της ενδομητρίωσης, ανάλογα με το πού εντοπίζεται ο ενδομήτριος ιστός, αν αυτός βρίσκεται στην επιφάνεια ενός οργάνου ή κάτω από αυτήν και αν έχουν σχηματιστεί λεπτές ή πυκνές συμφύσεις. Συνεκτιμώντας όλους αυτούς τους παράγοντες, η νόσος χαρακτηρίζεται ελαφρά, μέτρια ή βαριά.

Η θεραπεία μπορεί να είναι φαρμακευτική, χειρουργική ή συνδυασμός τους. Γενικά ισχύει η βασική αρχή, κατά την οποία σε ασθενή με πρόβλημα γονιμότητας και ελαφρά ενδομητρίωση κατά τη λαπαροσκόπηση γίνεται θεραπεία των ενδομητριακών εστιών και των συμφύσεων χωρίς άλλη συμπληρωματική θεραπεία. Ασθενής με μέτρια ή βαριά ενδομητρίωση, εκτός της λαπαροσκοπικής αντιμετώπισης θα υποβληθεί και σε φαρμακευτική αγωγή. Σαν φαρμακευτική αγωγή μπορεί να χρησιμοποιηθούν τα αντισυλληπτικά δισκία, η νταναζόλη, η γκεστρινόνη και οι αγωνιστές του εκλυτικού παράγοντα των γοναδοτροπινών (Gn-RH ανάλογα).

Να σημειώσουμε ότι η ενδομητρίωση παρουσιάζει υψηλό ποσοστό υποτροπών, εκτός και αν εφαρμοστεί ριζική χειρουργική θεραπεία. Το 5-10% των ασθενών θα έχει υποτροπή σε ένα χρόνο και το 40% σε πέντε χρόνια, ανάλογα με το στάδιο της νόσου.

* Ο Δρ. Νικηφόρος Κλήμης είναι Χειρουργός Μαιευτήρας – Γυναικολόγος, Επιστημονικός Συνεργάτης ΜΗΤΕΡΑ.

v