«Όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά τα συμπεθέρια»: 2 ιστορίες που σίγουρα θα σας θυμίσουν κάτι

«Όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά τα συμπεθέρια»: 2 ιστορίες που σίγουρα θα σας θυμίσουν κάτι

Λένε πως ο γάμος είναι υπόθεση προσωπική. Ή μήπως όχι;

Κάποιες φορές, στην Ελλάδα, ο γάμος του παιδιού μας μοιάζει να μας αφορά άμεσα αφού, όχι μόνο τον περιμένουμε πώς και πώς, αλλά τον ονειρευόμαστε για χρόνια. Τόσο οι μαμάδες όσο και οι μπαμπάδες τον προγραμματίζουμε νοερά μέχρι και την τελευταία του λεπτομέρεια και, αν τολμήσει κάποιος να καταρρίψει τις προσδοκίες μας, γίνεται ο χειρότερος εχθρός μας. Δεν φτάνει που μας «κλέβει» το αγγελούδι μας, θα έχει και άποψη από πάνω;

Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, που συχνά, η πρώτη γνωριμία των γονιών της νύφης με τους γονείς του γαμπρού καταλήγει σε καβγά, αφού και οι δύο νιώθουν περίεργα που το παιδί τους όχι μόνο μεγάλωσε και φεύγει από την οικογενειακή εστία, αλλά μπαίνουν στο προσκήνιο και τα συμπεθέρια που έχουν άποψη και θέλουν να κάνουν κουμάντο στη ζωή του παιδιού τους.  Οι παρακάτω ιστορίες είναι, μάλλον, αντιπροσωπευτικά παραδείγματα συμπεθέρων που συναντιούνται για πρώτη φορά. Μήπως σας θυμίζουν κάτι;  

Ανδρέας και Αρετή

«Ήταν Αύγουστος. Ο γάμος μας είχε προγραμματιστεί για Δεκέμβρη και είχε έρθει η ώρα να γνωριστούν οι γονείς μου με τους γονείς του Ανδρέα. Ο Ανδρέας είναι μουσικός και μεγαλωμένος από δύο εξαιρετικούς γονείς. Ο μπαμπάς του είναι καθηγητής στην Φιλοσοφική και η μητέρα του ζωγράφος που απεχθάνοται τα σεμεδάκια. Είναι ευκατάστατοι με ένα υπέροχο σπίτι στα βόρεια προάστια, αγαπούν τις εκδρομές, κάνουν ελεύθερο κάμπινγκ, πηγαίνουν στο θέατρο και η λυρική είναι το δεύτερό τους σπίτι.

Οι γονείς μου από την άλλη, είναι μια τυπική, αστική οικογένεια του Πειραιά. Έχουν κατάστημα με γυναικεία είδη από τον παππού, αγαπούν τους φίλους και τα γλέντια και λατρεύουν τα σεμεδάκια. Η διασκέδασή τους περιορίζεται στην κυριακάτικη λειτουργία και στα τσιπουράδικα της γειτονιάς. Η σκέψη πως αυτοί οι τέσσερις άνθρωποι θα συναντηθούν, με γέμιζε άγχος. Δύο διαφορετικοί κόσμοι που έπρεπε να συνυπάρξουν στον ίδιο χώρο για χάρη των παιδιών τους.

Λίγο αργότερα, κι αφού οι δύο οικογένειες ξεπέρασαν την πρώτη ψυχρολουσία, καθόμασταν όλοι γύρω από το μεγάλο τραπέζι και τρώγαμε τα φαγητά της μανούλας μου. Η ατμόσφαιρα ήταν βαριά και, πολύ σύντομα, η συζήτηση πήγε στο επικείμενο γάμο…Τα μάτια και των 4 άστραψαν από ενθουσιασμό. Οι μεν ονειρεύονταν γάμο στην εκκλησία της γειτονιάς και δεξίωση στην ψαροταβέρνα του νονού μου, οι δε φανταζόντουσαν την λειτουργία σε κάποιο παραθαλάσσιο ξωκλήσι κι έπειτα πάρτι στην παραλία.

Οι τέσσερις συμπέθεροι είχαν σηκωθεί όρθιοι φωνάζοντας και χειρονομώντας ενώ ένας κεφτές πετούσε, ήδη, στον αέρα. Στάθηκα στη μέση του δωματίου και, αντί για φωνή, βγήκε από το στόμα μου μία σπαρακτική κραυγή που μάλλον ακούστηκε μέχρι την Σαλαμίνα. Οι φωνές τους σταμάτησαν, ο Ανδρέας έτρεξε προς το μέρος μου, εγώ άρχισα να κλαίω και ο κεφτές προσγειώθηκε στο κατάλευκο σεμέν της τηλεόρασης. Η συνέχεια είχε κάτι από Δαλιανίδη: κλάματα, λιποθυμίες και μετάνοιες.

Ο γάμος, τελικά, έγινε. Παντρευτήκαμε στο δημαρχείο και φύγαμε κατευθείαν για το ταξίδι του μέλιτος. Έκτοτε, σε κάθε μας επέτειο, τα συμπεθέρια τσακώνονται για όλα: για την πολιτική, για τα εγγόνια τους, για την μαγειρική, για τα σεμέν… Εάν καμιά φορά συναντηθούν χωρίς να πιαστούν στα χέρια, μάλλον θα ανησυχήσω!»

Μαρία και Πέτρος

«Τη Μαρία την γνώρισα σε ένα πάρτι στο Πανεπιστήμιο. Πολύ γρήγορα γνώρισα και τους γονείς της και μόλις αποκαταστάθηκα επαγγελματικά, την ζήτησα σε γάμο. Με τους δικούς της είχα άριστες σχέσεις και πίστευα πως το ίδιο θα συνέβαινε και με τους γονείς μου. Κούνια που με κούναγε…

Την ημέρα που οι γονείς μου γνωρίσαν τους γονείς της Μαρίας, ανακάλυψα πως η μητέρα μου ήταν κτητική. Η αλήθεια είναι πως μέχρι τότε, το έκρυβε πολύ καλά. Την ημέρα, όμως, της επίσημης γνωριμίας, θα την ζήλευε ακόμα κι ο Στίβεν Κινγκ. Ήταν λίγο πριν το Πάσχα και, λόγω εορτών, βρεθήκαμε στο εξοχικό των πεθερικών μου στον Ωρωπό. Φορέσαμε τα καλά μας, μπήκαμε στο αυτοκίνητο και λίγο αργότερα καθόμασταν στην μεγάλη, υπέροχη βεράντα τους με θέα τη θάλασσα.

Όλα κυλούσαν τέλεια μέχρι που η μητέρα μου άρχισε να ρωτάει την Μαρία για διάφορες συνταγές. Το στόμα της έσταζε δηλητήριο. Ακαμάτισσα την ανέβαζε, ανεπρόκοπη την κατέβαζε. “Πώς θα παντρευτείς τον Πέτρο μου που έχει μάθει να τρώει τα γιουβαρλάκια του με άνηθο; Καλά βρε συμπεθέρα, τίποτα δεν την έμαθες την κόρη σου; Πώς θα μεγαλώσει τα παιδιά του γιου μου;”.

Περιττό να πω ότι μου έπεσαν τα μούτρα. Η μέλλουσα πεθερά μου, πάντα ψύχραιμη και ευγενική, σηκώθηκε χαμογελώντας, περπάτησε αργά μέχρι την εξώπορτα, την άνοιξε με χάρη και μίλησε με μελιστάλαχτη φωνή: “Εάν συνεχίσετε να προσβάλλετε εμένα και την κόρη μου, θα σας παρακαλούσα να φύγετε τώρα. Διαφορετικά, μπορείτε να μείνετε να φάμε όλοι μαζί το γλυκό που έχει ετοιμάσει η Μαρία”. Η κυρα-Ευτέρπη, η μητέρα μου δηλαδή, γέλασε δυνατά και απάντησε: “ Τι γλυκό έφτιαξες νυφούλα μου; Είμαι σίγουρη πως είναι τέλειο! Είναι χρυσοχέρα η Μαρία μας, ε συμπεθέρα;”. Από τότε, οι τρεις τους είναι αχώριστες. Όσο για τους συμπέθερους, από την πρώτη στιγμή που συναντήθηκαν, παίζουν τάβλι. Κάποιες φορές, αναρωτιέμαι εάν έχουν μιλήσει ποτέ ή εάν γνωρίζουν ο ένας το όνομα του άλλου.»
 

v