«Μεγαλώνοντας γίνομαι ίδια η μάνα μου και νιώθω υπέροχα γι’ αυτό!»

«Μεγαλώνοντας γίνομαι ίδια η μάνα μου και νιώθω υπέροχα γι’ αυτό!»

«Ίδια η μάνα σου έγινες», μας υπενθυμίζει κάποιες φορές η εσωτερική μας φωνή και το κορμί μας διαπερνά ένα ρίγος, σκέτο ξυράφι. Δεν είναι παράξενο, αφού συχνά αυτό είναι ένα ενδεχόμενο που δεν θέλουμε ούτε να σκεφτόμαστε και η καλύτερη εκδίκηση για την μάνα μας που της έχουμε σούρει τα μύρια όσα από την εφηβεία και δώθε. Βεβαίως, υπάρχει πάντα και η άλλη σκοπιά, αφού όταν γινόμαστε μητέρες κι εμείς, αλλάζει ο τρόπος που αντιλαμβανόμαστε κάποια πράγματα. Αυτή η γυναίκα παρατηρεί το πόσο μοιάζει στην αγαπημένη της μαμά όσο μεγαλώνει, το απολαμβάνει ειλικρινά και μοιράζεται τη χαρά της μαζί μας.

«Είναι πολύ συνηθισμένο να ακούς γυναίκες να λένε πόσο πολύ δεν θέλουν να μοιάσουν στις μαμάδες τους. Ακούγεται σκληρό, αλλά δεν είναι και τόσο κατακριτέο. Είναι φυσιολογικό να θέλουμε να γίνουμε σοφότερες, κομψότερες, «νεανικότερες» και πιο έξω καρδιά από τις γυναίκες που μας μεγάλωσαν.    

Εγώ πάλι, όσο μεγαλώνω και γίνομαι ίδια η μάνα μου, τόσο πιο πολύ μου αρέσει αυτή η εξέλιξη – το απολαμβάνω και χαίρομαι γι’ αυτό. Όχι απλά χαίρομαι, είμαι περήφανη.

Βλέπετε, από μικρή θυμάμαι τη μητέρα μου να είναι η φωνή της λογικής μέσα στο σπίτι μας. Πάντα υπομονετική και πάντα έτοιμη να σηκώσει αγόγγυστα όλα τα βάρη είτε της αναλογούσαν είτε όχι. Κοινώς, μια υπέροχη μαμά και μια γυναίκα που ήξερε πως να κουμαντάρει το σπίτι της.

Τότε, βέβαια, δεν έβλεπα αυτή τη γυναίκα ως κάτι παραπάνω από τη μαμά μου, δεν μπορούσα να την ξεχωρίσω από αυτόν τον ρόλο και, όπως είναι φυσικό, δεν μπορούσα να αντιληφθώ τι είδους άνθρωπος είναι. Έβλεπα σ’ εκείνη κάποιον που ήταν ταυτόχρονα ο φύλακας άγγελός μου, αλλά και το εμπόδιο στο να κάνω ότι μου καπνίσει. Το σημαντικότερό μου πρότυπο, αλλά και όλα εκείνα στα οποία ήθελα να πάω κόντρα. Μια σωστή οικογενειάρχη, αλλά και μια συμβατική γυναίκα, μέλος μιας παλιότερης γενιάς.

Μεγαλώνοντας, όμως, αφού ξεπέρασα κάποια στεγανά που έχουμε όλοι ως νέοι, ξαναγνώρισα τη μάνα μου, ως ίση προς ίση, ως μια πολύ πολύ στενή φίλη κι όχι μια γυναίκα σε έναν τυποποιημένο ρόλο. Περάσαμε πολύ χρόνο μαζί, μοιραστήκαμε στιγμές μοναδικές και κάναμε πράγματα που αγαπάμε κι οι δύο. Μιλήσαμε ώρες ατελείωτες για τη ζωή και τα βάσανά της, όσα μας προβληματίζουν και όσα μας κάνουν χαρούμενες.



Κάπως έτσι, στα 40 μου – η μητέρα μου έχει μόλις περάσει τα 60 – αρχίζω να συνειδητοποιώ όλο και πιο πολύ πόσο της μοιάζω. Όχι στην όψη – είμαι ίδια ο πατέρας μου – αλλά σε όλα τα υπόλοιπα.

Όπως κι εκείνη, συμμετέχω σε ομάδες ή συλλογικότητες και αφιερώνω πολύ χρόνο σε ανθρώπους που έχουν την ανάγκη μας. Κι είναι φυσικό, αφού μου έμαθε από μικρή να ενδιαφέρομαι για τους άλλους και να κάνω πράγματα για καλό σκοπό χωρίς να περιμένω ανταλλάγματα.

Μου έμαθε επίσης πως, ακόμη κι αν δεν μπορούμε ν’ αλλάξουμε κάτι που συμβαίνει και δεν μας αρέσει, πάντα έχουμε τη δυνατότητα να αντιδράσουμε και να γίνουμε μέρος της λύσης. Είναι μαχήτρια και όλα όσα πέρασε τα έχει αντιμετωπίσει με θάρρος και αισιοδοξία για την επόμενη μέρα. Και οφείλω να παραδεχτώ πως, μέχρι μια ηλικία, με προστάτευσε απ’ όλ’ αυτά, αφήνοντάς με να είμαι κάτι σαν παρατηρητής στα βάσανα της οικογένειας. Αλλά το παράδειγμά της ήταν τόσο δυνατό, που δεν θα μπορούσε να μη με διαμορφώσει σαν άνθρωπο.

Τελικά, πήρα την ανθεκτικότητά της στα χτυπήματα της μοίρας, τη στωικότητα και το χιούμορ της – που, ομολογώ, μπορεί να γίνει έως και ανάρμοστο – αλλά και την αποφασιστικότητά της όταν η ροή των γεγονότων δε σηκώνει καθυστερήσεις. Πήρα και κάποια ελαττώματά της, φυσικά, αλλά πλέον είναι τόσο οικεία που δεν με εξοργίζουν, όπως όταν ήμουν μικρότερη.

Δεν το περίμενα ποτέ, αλλά καθώς γίνομαι μια εκδοχή του πιο αγαπημένου μου ανθρώπου σ’ αυτόν τον κόσμο, νιώθω υπέροχα. 

Και ως μητέρα κι εγώ, ελπίζω οι δύο κόρες μου να πάρουν κάποια πράγματα από μένα – από εμάς – και όταν το συνειδητοποιήσουν, να νιώσουν όμορφα, σαν να διατηρούν στο πέρασμα του χρόνου κάτι οικείο και αγαπημένο μαζί…»

v