«Δεν είδα εγκαίρως τα σημάδια, το παιδί μου αυτοκτόνησε!»

«Δεν είδα εγκαίρως τα σημάδια, το παιδί μου αυτοκτόνησε!»

Όταν ένας άνθρωπος αποφασίζει να δώσει τέλος στη ζωή του δεν είναι απλώς μια προσωπική επιλογή, αλλά μια «επιλογή» της κοινωνίας που, εν ολίγοις, απέτυχε να τον προστατέψει από αυτό που τον οδήγησε ως εκεί. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι και τόσο δύσκολο για τους κοντινούς του ανθρώπους, ειδικά τους γονείς (όταν πρόκειται για ένα νεαρό άτομο), να ξεπεράσουν την απώλεια και να ζήσουν με το ψυχολογικό βάρος – τις τύψεις για όσα δεν έκαναν για ν’ αποτρέψουν το κακό.

Όπως και αυτή η δύστυχη μητέρα που μοιράζεται μαζί μας τη δυσάρεστη εμπειρία της και μας προειδοποιεί για το σημάδι που εκείνη αγνόησε μέχρι που ήταν πλέον πολύ αργά:

«Η 19χρονη κόρη μου δεν είναι πια μαζί μας. Αυτοκτόνησε, ένα χρόνο αφού είχε ξεκινήσει τις σπουδές της, ένα ζεστό καλοκαίρι σαν κι αυτό που μόλις περάσαμε. .

Από τότε, αναρωτιόμαστε το γιατί.

Τις περισσότερες φορές, η αυτοκτονία δεν έρχεται απροειδοποίητα, αλλά μετά από συμπεριφορές που σε προϊδεάζουν για το κακό (π.χ. αυτοτραυματισμός) ή σου δείχνουν ότι ο άλλος σταδιακά παραιτείται (κακή υγιεινή, αποστασιοποίηση, απομόνωση κλπ.). Βεβαίως, όλα αυτά μπορεί να είναι και παροδικά, μπορεί όμως να είναι και ενδεικτικά μιας διαμορφούμενης τάσης προς την αυτοχειρία.

Στην περίπτωση μας ήταν ένα σημάδι που τώρα πια μας είναι ξεκάθαρο, τότε όμως δεν μπορέσαμε να το εντοπίσουμε, ώστε να υποψιαστούμε ότι κάτι συμβαίνει και να δράσουμε εγκαίρως.

Η απάθειά της. Αυτή ήταν η βασική αλλαγή στον χαρακτήρα της τα 2-3 τελευταία χρόνια – πως αδιαφορούσε όλο και πιο πολύ για τις συνέπειες των πράξεών της, βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Δεν την απασχολούσε αν θα ''τ’ ακούσει'' στο σχολείο που δεν παρέδωσε ποτέ την εργασία της, αν θα ''τ’ ακούσει'' από μας που γύρισε ξημερώματα σπίτι, αν θα ξεμείνει από λεφτά τις πρώτες μέρες του μήνα (ως φοιτήτρια). Δεν ανησυχούσε για τίποτα απ’ όσα προβληματίζουν τους υπόλοιπους από εμάς σε κάθε βήμα μας.

Παρ’ όλ’ αυτά, κατάφερνε πάντα να μην ''τ’ ακούει'' και να μη μένει πίσω κι έτσι βρέθηκε στο Πανεπιστήμιο, εκεί που νομίζαμε ότι δεν πρόκειται να περάσει πουθενά. Και ναι, αντιμετώπιζε τα πράγματα με μια ανησυχητική απάθεια, ήταν όμως και χαρούμενη, δραστήρια, έδειχνε να έχει τον έλεγχο, να ξέρει τι κάνει... Έτσι ελπίζαμε, τουλάχιστον.

Όταν τη χάσαμε, βασανίστηκα πολύ και για πάρα πολύ καιρό. Στενοχωριόμουν και ντρεπόμουν που άφησα το παιδί μου να κατρακυλήσει σε τέτοια ψυχολογική κατάσταση που μια μέρα, έδωσε τέλος στη ζωή της και, κατά κάποιον τρόπο, στη ζωή μας. Θυμόμουν διαρκώς στιγμές και συζητήσεις που, ίσως, θα ‘πρεπε να με έχουν προϊδεάσει πως η κόρη μας ήταν ικανή για κάτι τέτοιο. Χτυπούσε συχνά κι ύστερα γελούσε δυνατά κι έτσι βρέθηκα να αναρωτιέμαι αν τραυμάτιζε τον εαυτό της και δεν ήταν ατυχήματα όπως μας έλεγε ή όπως νομίζαμε τότε. Με τον καιρό κατάλαβα ότι το λάθος μας ήταν άλλο.

Μεγάλωσα σ’ ένα σπίτι – κι ο άντρας μου το ίδιο, αφού έτσι ήταν οι εποχές μας – που η ψυχική ασθένεια ήταν λόγος να κρύβεσαι απ’ τον κόσμο. Κανείς δεν μιλούσε γι’ αυτό κι έτσι, μεγαλώνοντας ξέχασα εντελώς ότι μαζί μας έμενε ένας θείος μου που έπασχε από μια σοβαρή μορφή κατάθλιψης. Τον ξέχασα γιατί κι εκείνος ζούσε ξεχασμένος… Κλεισμένος σ’ ένα κλειστό δωμάτιο απ’ όπου έβγαινε μόνο για τουαλέτα, φαγητό ή για να πει κάνα δυο κουβέντες με τη μάνα μου, την αδερφή του.

Το συζήτησα με τον πατέρα μου που ζει ακόμη, με την αδερφή της μάνας μου, με τα μεγαλύτερα ξαδέρφια μου. Ο θείος μου είχε αποπειραθεί ν’ αυτοκτονήσει 2-3 φορές, αλλά τον πρόλαβαν κι από ένα σημείο και μετά αφέθηκε εντελώς ώσπου έσβησε.

Όσο περνούσα το δράμα μου, άκουσα πολλές κουβέντες από ανθρώπους που σκοπό είχαν να με παρηγορήσουν, αλλά άθελά τους έριχναν το φταίξιμο στην κόρη μου. Η κόρη μου, όμως, δεν έφταιγε σε κάτι. Ήταν άρρωστη και δεν κάναμε τίποτα να τη βοηθήσουμε.

Δόξα τω Θεώ, με τον καιρό βρήκα τη δύναμη να το κατανοήσω αυτό και να αποδεχτώ σιγά σιγά το γεγονός ότι αργήσαμε να δούμε το προφανές γιατί είτε δεν θέλαμε να το δούμε είτε δεν ξέραμε καν πως είναι. Κι ευτυχώς, υπήρχαν πολλοί γύρω μας που είδαν τι περνάμε, ένιωσαν τον πόνο μας και μας στήριξαν σιωπηλά ώσπου σταθήκαμε στα πόδια μας. 

Χάρη στην καλοσύνη τους, λοιπόν, βρήκα το κουράγιο να συνεχίσω να ζω χωρίς το κορίτσι μου και να μιλάω σήμερα γι’ αυτό που έζησα ελπίζοντας να αφυπνίσω κάποιους απ’ τους γονείς εκεί έξω, ώστε να δουν τα σημάδια πριν να είναι αργά για το παιδί τους.»

v