Δυο λόγια σταράτα σε όσους χαλιούνται με τη λέξη «γυναικοκτονία»

Δυο λόγια σταράτα σε όσους χαλιούνται με τη λέξη «γυναικοκτονία»

Η στυγερή δολοφονία της 20χρονης Καρολάιν Κράουτς από τον σύζυγό της Χαράλαμπο Αναγνωστόπουλο μέσα στο σπίτι τους στα Γλυκά Νερά, μπροστά στα μάτια του 11 μηνών παιδιού τους, είναι μια ανθρωποκτονία που συγκλόνισε το πανελλήνιο. Την ίδια στιγμή έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας γυναικοκτονίας, δηλαδή μιας ανθρωποκτονίας με θύμα μια γυναίκα και θύτη ένα οικείο πρόσωπο και, φυσικά, άντρα.

Αν και το νομικό μας σύστημα δεν διαχωρίζει τις ανθρωποκτονίες μεταξύ τους εκ των προτέρων, παρά μόνο την περίπτωση της παιδοκτονίας, ο όρος «γυναικοκτονία» δεν είναι χθεσινός και η χρήση του δεν χρειάζεται κανενός είδους «νομιμοποίηση». Υπάρχει από το 1801 ακόμη (με τη βρετανική του μορφή, femicide) και εδώ και μερικές δεκαετίες χρησιμοποιείται για να περιγράψει μια πολύ συγκεκριμένη κατηγορία έμφυλης βίας μετά φόνου.

Μιλάμε φυσικά για την κατηγορία στην οποία εμπίπτει η δολοφονία της Καρολάιν και πάρα πολλές άλλες που, δυστυχώς, έχουν συμβεί στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια κι έχουν ακουστεί λιγότερο ή περισσότερο από τα ΜΜΕ.

Το αξιοπερίεργο – αλλά και εξοργιστικό – είναι ότι ενώ το ίδιο το έγκλημα εγείρει τον θυμό και την αγανάκτηση όλων, η περιγραφή του με τον όρο «γυναικοκτονία» προκαλεί αντίστοιχες αντιδράσεις σε μερίδα του κοινού, λες και αλλάζει κάτι ως προς το ίδιο το γεγονός η ομαδοποίηση των χαρακτηριστικών του: του φύλου του θύματος, της ιδιαίτερης σχέσης με τον θύτη και της βιαιότητας της πράξης.

Αντιδράσεις όπως «σταματήστε να λέτε γυναικοκτονία», «γιατί δε λέμε και ανδροκτονία τότε», «δεν είναι άνθρωπος η γυναίκα, δηλαδή», «για αυτές που σκότωσαν τους συζύγους τους δε λέτε τίποτα» κλπ. κλπ.

Λοιπόν, για να τελειώνουμε μία και καλή με αυτήν την κουβέντα η οποία δεν θα έπρεπε να γίνεται καν... 

Ακόμη και αν υποθέσουμε ότι τα δεκάδες περιστατικά που έχουν καταγραφεί στη χώρα μας τελευταία δεν είναι αρκετά ώστε να συνιστούν ένα ξεχωριστό εγκληματολογικό φαινόμενο, στον υπόλοιπο κόσμο είναι πάμπολες οι γυναίκες που καθημερινά αποτελούν θύματα όχι μόνο απλής βίας αλλά και στοχευμένης εξόντωσης λόγω του φύλου και της θέσης τους στην οικογένεια και την κοινωνία. 

Δεν δολοφονούνται για κάποιο ξεκαθάρισμα λογαριασμών, για άλυτες διαφορές, επειδή βρέθηκαν στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή κλπ. Δολοφονούνται με τρόπο βάναυσο από ανθρώπους που υποτίθεται τις αγαπούσαν και τις προστάτευαν, συχνά μπροστά στα παιδιά τους – εάν είναι και μητέρες. Σε κάποια μέρη δολοφονούνται επειδή δεν ανταποκρίθηκαν στις προσταγές και τις προσδοκίες της οικογένειας ή επειδή τόλμησαν να εκφράσουν δική τους βούληση. Άλλες φορές δολοφονούνται από συντρόφους που δεν δύνανται να αποδεχτούν το τέλος της σχέσης ή του γάμου τους. 

Οι περιπτώσεις ανά τον κόσμο είναι πάρα πολλές και με διαφορετικά επι μέρους χαρακτηριστικά, αλλά στο τέλος πρόκειται για γυναίκες που τιμωρούνται με στέρηση του δικαιώματός τους στη ζωή επειδή... είναι γυναίκες. 

Γι’ αυτό δεν πρόκειται να σταματήσουμε να φωνάζουμε «γυναικοκτονία» κάθε φορά που κάποιος Μπάμπης αφαιρεί τη ζωή κάποιας Καρολάιν.

Δεν πρόκειται να φωνάξουμε «ανδροκτονία» για να διατηρήσουμε μια ισορροπία που δεν μπαντάρει από τις λέξεις, αλλά από τις πράξεις κάποιων.

Και είναι γελοίο να λέει κανείς πως ο όρος υποτιμά τις γυναίκες αφού η γυναικοκτονία δεν παύει να είναι μια ανθρωποκτονία και αυτό δεν αλλάζει απ’ την ερμηνεία του καθενός. 

Και φυσικά, δεν χρειάζεται να πούμε κάτι για τις γυναίκες που σκότωσαν τους συζύγους τους επειδή πολλές από αυτές είχαν υποστεί τα πάνδεινα από εκείνους πριν φτάσουν στο απροχώρητο και τη μοιραία απόφαση. Κάτι που θυμηθήκαμε αυτές τις μέρες με την υπόθεση της Βαλερί Μπακό, την οποία η γαλλική δικαιοσύνη καταδίκασε στη μικρότερη δυνατή ποινή λόγω της μακροχρόνιας κακομεταχείρησής της – κτηνωδία είναι η πιο κατάλληλη λέξη – από τον δυνάστη σύζυγό της.

Τέλος, ίσως είναι η κατάλληλη στιγμή να αναγνωρίσει και το ποινικό μας δίκαιο τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της γυναικοκτονίας, ώστε ο γυναικοκτόνος να τιμωρείται με αυστηρότερα κριτήρια από τον απλό δολοφόνο.

Και τότε θα έχει πραγματική σημασία το πώς ονομάζουμε το φαινόμενο, εφόσον θα αποτελεί ουσιαστικό μέρος του πώς το αντιμετωπίζουμε.

v