Παιδίατρος: όταν αφήνουμε το μωρό να κλαίει είναι σαν να το εγκαταλείπουμε

Παιδίατρος: όταν αφήνουμε το μωρό να κλαίει είναι σαν να το εγκαταλείπουμε

Το κλάμα είναι το μοναδικό μέσο επικοινωνίας που διαθέτουν τα μωρά. Με το κλάμα μας λένε ότι πονάνε, πεινάνε, φοβούνται ή χρειάζονται φροντίδα και αγκαλιά.  Οι γονείς με τη σειρά μας, οφείλουμε να ανταποκριθούμε στις ανάγκες τους, κάτι που υπογραμμίζει σε σχετική ανάρτησή της η παιδίατρος Αλεξάνδρα Κοσμαρίκου. Δεν αφήνουμε τα παιδιά να κλαίνε  επίτηδες, όπως δεν αφήνουμε να κλαίνε τα άτομα που νοιαζόμαστε και όπως δεν θα θέλαμε να αγνοηθεί το δικό μας κλάμα.

Ολόκληρη η ανάρτηση της παιδιάτρου:

«Δεν αφήνουμε τα νεογνά να κλαίνε. Τελεία και παύλα. Κάποιες φορές κλαίνε κι ας τα κρατάμε αγκαλιά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εμείς εκείνη τη στιγμή τα αφήνουμε και κλαίνε.

Η μαμά και ο μπαμπάς είναι εκεί, δίπλα στο μωρό τους και το ίδιο το γνωρίζει. Δεν είναι μόνο του.

Κάποιες φορές θα περάσει μία στιγμή από το κλάμα μέχρι την απάντησή μας, γιατί εκείνη τη στιγμή ήμασταν στο μπάνιο, ή γιατί μαγειρεύαμε.

Αλλά δεν αναφερόμαστε σε αυτό, γιατί και στην περίπτωση αυτή ο γονέας μόλις μπορεί θα δηλώσει την παρουσία του, φωνάζοντας δυνατά «έρχομαι!»

Αναφέρομαι στο κλάμα που έχει προγραμματιστεί από πριν, που έχει προκαθοριστεί, ίσως με τη συμβουλή κάποιου ειδικού, για να διδάξει στα παιδιά να «κοιμούνται», να γίνουν «ανεξάρτητα» ή να «κάθονται ήσυχα».

Αυτό το κλάμα λοιπόν, δεν δουλεύει.

Το να αφήνουμε μόνα τα παιδιά, καθώς τους αρνούμαστε τη βοήθειά μας και την παρουσία μας όταν έχουν ανάγκη, δεν ισχύει.

Δεν ισχύει το ότι το κλάμα κάνει καλό. Αν ήταν έτσι, στη ζωή θα έπρεπε να ευχαριστούμε όσους μας έκαναν να κλάψουμε.

Δεν διδάσκουμε στο παιδί μας να κοιμάται, αφήνοντάς το μόνο του να κλαίει. Τα παιδιά ξέρουν ήδη πώς να κοιμηθούν, απλά έχουν διαφορετικούς ρυθμούς από του ενήλικα. Αυτό που πάμε να διδάξουμε στο παιδί μας είναι να μην φωνάζει το γονέα του, παρόλο που το ένστικτό του τού λέει να ζητάει τη βοήθειά του (με το κλάμα, αφού δεν γνωρίζει κάποιον άλλο τρόπο).

Δεν διδάσκουμε στα παιδιά να είναι αυτόνομα, αγνοώντας τις ανάγκες τους. Με αυτόν τον τρόπο τους διδάσκουμε την παραίτηση, καθώς και το ότι κανένας δεν σε βοηθάει όταν το έχεις ανάγκη.

Δεν υπάρχει λόγος να διδάξουμε σε ένα παιδί να κάθεται φρόνιμα, γιατί σε λίγους μήνες θα μάθει να κάθεται, να μπουσουλάει, να σηκώνεται, να περπατάει. Η ανάγκη του να βρίσκεται στην αγκαλιά μας αντικαθίσταται σταδιακά από την ανάγκη του να ανακαλύψει τον κόσμο.

Δεν αφήνουμε τα παιδιά να κλαίνε. Όχι επίτηδες. Όχι ως κάτι προμελετημένο από πριν. Όπως δεν αφήνουμε να κλαίνε οι ηλικιωμένοι παππούδες, ο σύζυγος που μας χρειάζεται, τα άτομα που νοιαζόμαστε. Όπως δεν θα θέλαμε να αγνοηθεί το δικό μας κλάμα.

Οι γονείς υπάρχουν για αυτό, για να αγκαλιάζουν τις ανάγκες του μικρού τους, για να το βοηθούν να διώξει το φόβο, για να του δείχνουν ότι ο κόσμος είναι ακόμα ένα όμορφο μέρος, ένα μέρος όπου οι άνθρωποι που νοιάζονται αλληλοβοηθούνται.»

v