Φωτιά στο Μάτι: «η γιαγιά μου πέθανε στο νερό, αλλά εγώ έπρεπε να κολυμπήσω για να ζήσω»

Φωτιά στο Μάτι: «η γιαγιά μου πέθανε στο νερό, αλλά εγώ έπρεπε να κολυμπήσω για να ζήσω»

Την Τετάρτη 12 Μαρτίου αναμένεται να αγορεύσει η εισαγγελέας για τους 21 κατηγορούμενους της υπόθεσης της πολύνεκρης τραγωδίας στο Μάτι. Μάλιστα οι συγγενείς των θυμάτων απευθύνουν κάλεσμα για συγκέντρωση μπροστά από το Τριμελές Εφετείο της Αθήνας στις 9 το πρωί. Λίγο νωρίτερα, δημοσιεύτηκε στο Facebook μια προσωπική μαρτυρία (Pico Fofico), μιας γυναίκας που εκείνη την ημέρα βρισκόταν στο Μάτι και αναγκάστηκε να καταφύγει στη θάλασσα, μαζί με τη γιαγιά της, στην προσπάθεια να σωθούν:

«Στις 23 Ιουλίου 2018 μπήκαμε στη θάλασσα στο Μάτι με τη γιαγιά μου, όχι για να κολυμπήσουμε, -δεν κολυμπούσε άλλωστε πλέον στη θάλασσα γιατί φοβόταν μην πάθει καρδιά, έλεγε-, ούτε για να χαρούμε το καλοκαίρι, αλλά για να σωθούμε. Η θάλασσα ήταν η μόνη μας επιλογή, η μόνη μας διέξοδος. Είχα χάσει ήδη μέσα στη μαυρίλα της φωτιάς και τους καπνούς τη μαμά μου και τον μπαμπά μου κι έτσι η απόφαση ήταν μονόδρομος, πήρα τη γιαγιά και μπήκαμε στη θάλασσα.
 
Οι φλόγες ήταν τεράστιες και ο αέρας καυτός, δε μπορούσαμε να κοιτάμε πίσω, προς τη φωτιά. Συγχρόνως η θάλασσα από τον έντονο αέρα αγρίεψε απότομα.

Την κράταγα με δυσκολία και της έλεγα να μη με σφίγγει γιατί θα πνιγούμε και οι δύο, εκείνη στην αρχή έλεγε ασυναρτησίες, είχε ξεκινήσει ήδη να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, είχε ζαλιστεί από τον καπνό και από το νερό που έπινε καθώς παλεύαμε να μείνουμε στην επιφάνεια. Άρχισε να βγάζει αφρούς απ’ το στόμα και της γύρισαν τα μάτια. Ζητούσα βοήθεια και έκλαιγα με ουρλιαχτά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν πρόλαβα. Δεν πρόλαβα να τη σώσω.
 
Eίχε ξεκινήσει ήδη να χάνει την επαφή με την πραγματικότητα, είχε ζαλιστεί από τον καπνό και από το νερό που έπινε καθώς παλεύαμε να μείνουμε στην επιφάνεια. Άρχισε να βγάζει αφρούς απ’ το στόμα και της γύρισαν τα μάτια. Ζητούσα βοήθεια και έκλαιγα με ουρλιαχτά. Δεν ήξερα τι να κάνω. Δεν πρόλαβα. Δεν πρόλαβα να τη σώσω.

Με πλησίασαν δύο παιδιά γύρω στα 30. Με ρώτησαν πώς με λένε, τους απάντησα. Τους είπα πως η γιαγιά μου μάλλον έχει πεθάνει και τους ζήτησα να με βοηθήσουν να τη βγάλουμε έξω στη στεριά. Μου είπαν πως δεν γίνεται να πλησιάσουμε έξω, να γυρίσουμε πίσω, πως η γιαγιά μου πέθανε και πως τώρα πρέπει να συνεχίσω το κολύμπι για να ζήσω, πως είμαι νέα. Μου είπαν να αφήσω την γιαγιά μου και να πάω μαζί τους, να πάμε πιο πέρα να μην έρχονται οι φλόγες και οι αναθυμιάσεις.

Ούρλιαζα, έκλαιγα για κάποια λεπτά, αλλά πραγματικά δεν είχα άλλη επιλογή, έπρεπε να αφήσω την γιαγιά μου και να ακολουθήσω τα παιδιά. Λίγα μέτρα πιο πέρα βρήκαμε ένα άλλο παιδί, ερχόταν στον Άγιο Ανδρέα να βρει το 10 μηνών μωράκι του και τη γυναίκα του όταν ξέσπασε η φωτιά όπου και αναγκάστηκε να αφήσει το αμάξι και να βουτήξει στη θάλασσα να σωθεί. Δεν ήξερε πού βρίσκονται οι δικοί του, παρακαλούσε να είναι ζωντανοί.
 
Ήμασταν πλέον στα ανοιχτά. Μέσα σε λίγη ώρα μας είχαν πάρει τα κύματα και απλά υπήρχαμε. Χωρίς καμία βοήθεια. Όταν λέμε καμία εννοούμε τίποτα, βυθός, πανικός και σιωπή. Όσο κολυμπούσαμε βρίσκαμε κι άλλο κόσμο και γινόμασταν πιο πολλοί.

Ήμασταν πλέον στα ανοιχτά. Μέσα σε λίγη ώρα μας είχαν πάρει τα κύματα και απλά υπήρχαμε. Χωρίς καμία βοήθεια. Όταν λέμε καμία εννοούμε τίποτα, βυθός, πανικός και σιωπή. Όσο κολυμπούσαμε βρίσκαμε κι άλλο κόσμο και γινόμασταν πιο πολλοί. Ανά στιγμές ούρλιαζα και έκλαιγα, πίστευα πως η μαμά μου κι ο μπαμπάς μου κάηκαν ζωντανοί. Και ήξερα πολύ καλά πως έχει πεθάνει ήδη η γιαγιά μου.
 
Τα παιδιά μου λέγανε να μη φωνάζω, να κρατήσω τις δυνάμεις μου γιατί θα τις χρειαστώ. Με έπαιρνε το κύμα, ήμουν χαμένη και με επανέφερναν τα παιδιά πάλι κοντά τους, μαζί τους. Κάποια στιγμή βρήκαμε μια κυρία με την κόρη της. Κουβαλούσαν τον άντρα και πατέρα της κόρης. Ήταν νεκρός. Της είπα αντίστοιχα, μήπως να τον άφηνε για να έχουν δυνάμεις και κουράγιο να αντέξουν. Εκείνη μου απάντησε πως δεν τον αφήνει. Ήταν η πρώτη στιγμή που ένιωσα τις ενοχές να μου κατακλύζουν το κορμί. Εγώ δεν κράτησα την γιαγιά μoυ μαζί μου. Την άφησα πίσω. Οι ώρες κυλούσαν, περνούσαν αεροπλάνα, ελικόπτερα, σκάφη, φώναζα “ΒΟΗΘΕΙΑ” αλλά τίποτα.

Άρχισα να κρυώνω πολύ, να παγώνω, όλες αυτές τις ώρες περίμενα ποτέ θα πεθάνω. Σκεφτόμουν πως τώρα λογικά θα πεθάνω. Μετά σκεφτόμουν τις αδερφές μου, την Άρτεμις και την Αριάδνη, κι έλεγα τι θα κάνουν χωρίς μαμά, μπαμπά, αδερφή και γιαγιά; Σκεφτόμουν πως μέσα σε λίγη ώρα χάθηκε όλη μου η οικογένεια. Οι ώρες περνούσαν και δεν πέθαινα. Απορούσα που δεν πέθαινα. Το περίμενα από στιγμή σε στιγμή.

Άρχισα να κρυώνω πολύ, να παγώνω, όλες αυτές τις ώρες περίμενα ποτέ θα πεθάνω. Σκεφτόμουν πως τώρα λογικά θα πεθάνω. Μετά σκεφτόμουν τις αδερφές μου, την Άρτεμις και την Αριάδνη, κι έλεγα τι θα κάνουν χωρίς μαμά, μπαμπά, αδερφή και γιαγιά; Σκεφτόμουν πως μέσα σε λίγη ώρα χάθηκε όλη μου η οικογένεια.

Νύχτωσε και βλέπαμε μακριά τα φώτα της Ραφήνας. Σκεφτόμουν πώς μάταια περιμένουμε, δε θα μας βρει κανείς στα ανοιχτά στο σκοτάδι. Η Ραφήνα απομακρυνόταν όλο και περισσότερο λόγω ρεύματος αλλά εμείς κολυμπούσαμε λυσσαλέα προς αυτήν σαν να είμαστε μέσα σε μια κακή λούπα, που δεν λέει να σταματήσει. Ξαφνικά εμφανίζεται ένα μικρό καΐκι. Ούρλιαξα με ό,τι είχα και δεν είχα από ενέργεια. Με όλη μου τη δύναμη. Μας άκουσαν, δεν το πίστευα ότι μας άκουσαν! Ένα καΐκι ήρθε να σταματήσει τη λούπα αυτή όπου είχαμε παραδοθεί. Ήταν ένας Λαυριώτης καπετάνιος με 8 Αιγύπτιους ψαράδες εργαζομένους στο ψαροκάικό του. Είχαν βγει να σώσουν ανθρώπους από την πυρκαγιά. Και μας έσωσαν, πράγματι αυτοί οι άνθρωποι μας έσωσαν από βέβαιο θάνατο.

Ανεβήκαμε στο καΐκι, μας έδωσαν κουβέρτες, νερά και φρούτα. Μας έδωσαν τα τηλέφωνά τους να καλέσουμε τους ανθρώπους μας. Πήρα τηλέφωνο την αδερφή μου την Άρτεμις, τρέκλιζε και έκλαιγε. δεν το πίστευε ότι ήμουν ζωντανή, δε μπορούσε να αρθρώσει. Λίγα λεπτά μετά βρήκαμε μια κοπέλα που κολυμπούσε ολομόναχη. Ανέβηκε στο καΐκι κι εκείνη, ήταν συνομήλικη μου. Αγκαλιαστήκαμε, δεν γνωριζόμασταν, κλαίγαμε η μία στην αγκαλιά της άλλης. Ήταν ηρωίδα, ήταν όλες αυτές τις ώρες μόνη της, ολομόναχη και παρόλα αυτά πάλεψε με τα κύματα, και τον πανικό και τα κατάφερε.

Όταν φτάσαμε στην Ραφήνα, το λιμενικό μας ζήτησε ονόματα για καταμέτρηση. “Που ήσασταν; Που ήσασταν τόσες ώρες;” τους ούρλιαζα.

Έτρεξα στην αγκαλιά της αδελφής μου, συγγενείς και φίλοι μας ήταν εκεί, μου είπαν να πάω στο κέντρο υγείας. Ήμουν μαύρη απ’ τους καπνούς, παπαριασμένη απ’ το νερό, σοκαρισμένη, πανικοβλημένη και εξουθενωμένη.

Ένα καΐκι ήρθε να σταματήσει τη λούπα αυτή όπου είχαμε παραδοθεί. Ήταν ένας Λαυριώτης καπετάνιος με 8 Αιγύπτιους ψαράδες εργαζομένους στο ψαροκάικό του. Είχαν βγει να σώσουν ανθρώπους από την πυρκαγιά. Και μας έσωσαν, πράγματι αυτοί οι άνθρωποι μας έσωσαν από βέβαιο θάνατο.

Έμαθα ότι ο μπαμπάς μου και η μαμά μου ζουν. Δεν τους είχαν φέρει ακόμη από την παραλία, περίμεναν βάρκα, η μαμά μου ρωτούσε αν είναι καλά η μαμά της – η γιαγιά μου.

Ήταν η στιγμή που έπρεπε να τους πω και να συνειδητοποιήσω κι εγώ η ίδια ξεστομίζοντας το, ότι η γιαγιά πέθανε στα χέρια μου μέσα στην θάλασσα και αναγκάστηκα να την αφήσω πίσω για να σωθώ [...]».

v