Δεκαετία του ’50: «Η τελευταία σου μπουκιά είναι η δύναμή σου!»
Η Ελλάδα βγαίνει από τον πόλεμο και οτιδήποτε τρώγεται, τιμάται. Το φαΐ είναι ιερό. Δεν υπάρχει πολυτέλεια, υπάρχουν όμως χέρια που ζυμώνουν με πίστη. Φακές, φασολάδα, πατάτες γιαχνί και λίγο κοτόπουλο την Κυριακή – αλλά με αγάπη που σε χορταίνει για τρεις γενιές. Κάθε μπουκιά είναι «δύναμη». Και κάθε μητρικό βλέμμα, υπενθύμιση ότι το φαΐ δεν πετιέται. Ποτέ.
Δεκαετία του ’60: «Όταν τρώμε δεν μιλάμε»
Τάξη, ησυχία, πειθαρχία. Το τραπέζι δεν είναι χώρος για κουβέντες· είναι ιεροτελεστία. Τα παιδιά σιωπηλά, ο πατέρας πρώτος στο πιάτο, η μάνα τελευταία και πάντα όρθια. Σερβίρει, ξαναγεμίζει, μαζεύει. Κι όταν κάθεται κι εκείνη, κάποιος πάντα ζητάει νερό. Η φωνή της δεν λέει πολλά, αλλά το κουτάλι της τα έχει πει όλα: «εγώ εδώ, στη φροντίδα σου».
Δεκαετία του ’70: «Τα παιδάκια στην Αφρική πεινάνε»
Μπαίνουμε στην εποχή της πρώτης μικρής αφθονίας. Τα παιδιά αρχίζουν να γκρινιάζουν για τα λαδερά και οι μαμάδες ανασύρουν τη φράση-μαχαιριά: «Άλλα παιδιά δεν έχουν να φάνε». Το ενοχικό φάσμα του φαγητού αρχίζει να απλώνεται πάνω από το τραπέζι. Τρώμε με μισή καρδιά και μπόλικη τύψη. Πάντα με σαλάτα αγγουροντομάτα στο κέντρο.
Δεκαετία του ’80: «Θα βρεις φαγητό στο ψυγείο»
Η μάνα βγαίνει στη δουλειά. Έχει πορτοφόλι, τακούνι και... τάπερ. Δεν προλαβαίνει να ζεστάνει, αλλά το έχει ετοιμάσει. Το τάπερ γίνεται βασιλιάς στο ψυγείο. Η μάνα δεν είναι πια στην κουζίνα όλη μέρα, αλλά η φροντίδα της σε περιμένει πίσω από την πόρτα του ψυγείου. Μην ξεχάσεις να βάλεις και κανένα πιάτο μόνος σου. Η αυτονομία ξεκινά.
Δεκαετία του ’90: «Σήμερα μαγείρεψα κινέζικο»
Οι γεύσεις ανοίγουν. Το σπίτι μυρίζει σόγια σως και η μαμά ανακαλύπτει συνταγές από περιοδικά και εκπομπές μαγειρικής. Μπαίνουν νέες λέξεις στο λεξιλόγιο: ταρτάρ, σουφλέ, κους-κους. Κάθε πιάτο είναι και μια απόπειρα να παντρέψει το παραδοσιακό με το μοντέρνο. Ποιος είπε ότι η πατάτα δεν πάει με το γλυκόξινο;
Δεκαετία του 2000: «Παρήγγειλα σουβλάκια (χωρίς ενοχές)»
Η μαμά κουράστηκε. Πίεση στη δουλειά, δραστηριότητες παιδιών, deadlines, φροντιστήρια. Το delivery γίνεται καλύτερος φίλος. Κι αντί να νιώθει ενοχές, η μαμά σηκώνει το τηλέφωνο και λέει: «σουβλάκια για όλους». Η αγάπη της δεν μετριέται μόνο σε σπιτικό φαγητό. Μετριέται και στη σοφή επιλογή να μην μαγειρέψει κάποιες φορές.
Δεκαετία του 2010: «Είσαι ό,τι τρως»
Ηυγεία γίνεται προτεραιότητα. Ο λιναρόσπορος και τα βιολογικά μπισκότα μπαίνουν στο ντουλάπι. Η μάνα διαβάζει ετικέτες, ρωτάει διατροφολόγους, φτιάχνει μπάρες ενέργειας. Οι τηγανιτές πατάτες αντικαθίστανται από βιολογικές γλυκοπατάτες φούρνου. Κάθε πιρουνιά είναι και μια αγκαλιά προς το έντερο, την καρδιά, το ανοσοποιητικό. Και το παιδί; Θέλει πίσω τα μακαρόνια του.
Δεκαετία του 2020: «Μόνο υγιεινά γκουρμέ από το ... TikTok!»
Η μάνα είναι πλέον σεφ, διατροφολόγος και food stylist. Φαγητό χωρίς γλουτένη, ζάχαρη, ζωικά ή ψήσιμο. Όλα σερβιρισμένα όμορφα, συχνά με το ζόρι. «Είναι νόστιμο, δοκίμασε!» λέει, ενώ το παιδί την κοιτά με τρόμο μπροστά στην κινόα με σπανάκι και κρέμα κάσιους. Η μάνα όμως επιμένει: «είναι τέλειο, το είδα στο TikTok!» Το φαγητό έχει πια και αισθητική, hashtags και stories.
Μια κουζίνα, μια ιστορία
Η Ελληνίδα μάνα δεν μαγειρεύει απλώς. Με κάθε εποχή, προσαρμόζεται, εξελίσσεται, παλεύει να συνδυάσει το «θρέψε» με το «φρόντισε», το «δείπνισε» με το «νόμιζε σε». Και μέσα από όλα αυτά, παραμένει ο πυρήνας της οικογένειας. Σήμερα, είτε φτιάχνει ρεβιθάδα με κουρκουμά είτε απλώς ανακατεύει μια μακαρονάδα με κιμά, το κάνει με τον ίδιο στόχο: να σε δει να τρως. Και να ξέρει ότι είσαι καλά.