Οι ενήλικες, όμως, συχνά βιάζονται να διαλύσουν αυτόν τον φόβο με τη φράση «δεν υπάρχει τίποτα να φοβάσαι». Στην πραγματικότητα, αυτή η απάντηση μπορεί να κάνει περισσότερο κακό παρά καλό. Δεν βοηθά το παιδί να νιώσει ασφαλές, αλλά του στέλνει το μήνυμα πως το συναίσθημά του δεν έχει αξία.
Η σημασία της αναγνώρισης
Η πρώτη και πιο ουσιαστική αντίδραση απέναντι στον φόβο ενός παιδιού είναι η αναγνώριση. Όταν ο γονιός δείχνει ότι ακούει και καταλαβαίνει, τότε το παιδί νιώθει ότι το συναίσθημά του είναι θεμιτό. Μπορεί να μην είναι λογικό, αλλά είναι αληθινό για το ίδιο.
Ένα απλό «Καταλαβαίνω ότι φοβάσαι» ή «Μοιάζει να σε τρόμαξε πολύ αυτό» έχει πολύ μεγαλύτερη δύναμη από κάθε εξήγηση. Δεν χρειάζεται ο γονιός να συμφωνεί με τον φόβο, χρειάζεται όμως να τον επικυρώνει. Από τη στιγμή που το παιδί αισθανθεί ότι ο ενήλικας στέκεται δίπλα του, η ένταση του φόβου μειώνεται.
Η ψυχική ανθεκτικότητα δεν χτίζεται με την άρνηση των συναισθημάτων, αλλά με την αποδοχή και την καθοδήγηση μέσα από αυτά.
Πώς να μιλήσεις σε ένα παιδί που φοβάται
Η επικοινωνία με ένα παιδί που βιώνει φόβο χρειάζεται ηρεμία, σταθερότητα και απλότητα. Δεν ωφελεί να εξηγούμε υπερβολικά ή να γελοιοποιούμε το συναίσθημά του. Αντίθετα, είναι χρήσιμο να βάλουμε σε λόγια αυτό που νιώθει.
Μπορούμε να πούμε: «Φαίνεται ότι αυτό σε τρόμαξε. Θες να μου πεις τι σε ανησύχησε πιο πολύ;» ή «Νιώθεις πιο ασφαλής αν ανάψουμε λίγο φως;»
Με τέτοιες φράσεις το παιδί μαθαίνει πως μπορεί να μιλά για ό,τι νιώθει, χωρίς να φοβάται την απόρριψη ή την ειρωνεία. Μαθαίνει επίσης ότι οι φόβοι αντιμετωπίζονται, δεν αγνοούνται.
Όσο πιο συχνά ο γονιός δίνει χώρο στον φόβο, τόσο πιο γρήγορα το παιδί αποκτά αυτοέλεγχο. Με τον καιρό, ο φόβος από «τέρας στο σκοτάδι» μετατρέπεται σε ένα συναίσθημα που μπορεί να ονομάσει, να εξηγήσει και τελικά να διαχειριστεί.

Οι φόβοι αλλάζουν, όχι όμως η ανάγκη για στήριξη
Κάθε ηλικία φέρνει τους δικούς της φόβους. Το νήπιο μπορεί να τρομάζει από ήχους ή πρόσωπα, το παιδί του δημοτικού από τον ύπνο μόνο του ή το σχολείο, και ο έφηβος από την απόρριψη ή την αποτυχία.
Ό,τι κι αν αλλάζει, μένει σταθερή η ανάγκη του παιδιού για συναισθηματική ασφάλεια. Το παιδί χρειάζεται να ξέρει πως ο γονιός είναι εκεί, όχι για να εξαφανίσει τον φόβο, αλλά για να τον αντιμετωπίσουν μαζί.
Αντί για το «μην φοβάσαι», μπορεί να ακουστεί: «Είμαι εδώ μαζί σου» ή «Θα το αντιμετωπίσουμε παρέα».
Αυτές οι φράσεις δεν διαψεύδουν το συναίσθημα. Το στηρίζουν, χωρίς να το ενισχύουν. Το παιδί μαθαίνει έτσι ότι ο φόβος είναι κάτι που έρχεται και φεύγει, όχι κάτι που το καθορίζει.
Όταν ο φόβος επιμένει
Υπάρχουν περιπτώσεις όπου ο φόβος δεν μειώνεται, αλλά γίνεται έντονος, καθημερινός και περιοριστικός. Αν το παιδί αποφεύγει δραστηριότητες, έχει σωματικά συμπτώματα ή φαίνεται συνεχώς σε εγρήγορση, τότε χρειάζεται παρατήρηση και, ίσως, βοήθεια από ειδικό.
Ο παιδοψυχολόγος μπορεί να βοηθήσει το παιδί να αναγνωρίσει το συναίσθημα, να το εκφράσει μέσα από παιχνίδι ή ζωγραφική και να αναπτύξει μηχανισμούς αντιμετώπισης. Οι γονείς, παράλληλα, μαθαίνουν πώς να στηρίζουν χωρίς να υπερπροστατεύουν.
Η συνεργασία οικογένειας και ειδικού δίνει στο παιδί την αίσθηση ότι δεν είναι μόνο του και ότι ο φόβος του μπορεί να γίνει διαχειρίσιμος.
Το πιο δυνατό μήνυμα
Κάθε φορά που ένα παιδί λέει «φοβάμαι», κάνει ένα βήμα εμπιστοσύνης. Αν η απάντηση είναι «δεν υπάρχει τίποτα να φοβάσαι», αυτή η εμπιστοσύνη μπορεί να χαθεί. Αν όμως το παιδί συναντήσει κατανόηση, αποδοχή και παρουσία, τότε μαθαίνει ότι μπορεί να μιλήσει χωρίς ντροπή.
Το ζητούμενο δεν είναι να εξαφανίσουμε τον φόβο, αλλά να βοηθήσουμε το παιδί να τον αντέξει και να τον ξεπεράσει. Γιατί μόνο όταν μάθει ότι ο φόβος δεν το καταβροχθίζει, θα μπορέσει να σταθεί με θάρρος στον κόσμο.
Ο ρόλος του γονιού δεν είναι να πείσει το παιδί πως δεν υπάρχει λόγος να φοβάται, αλλά να το μάθει να εμπιστεύεται τον εαυτό του. Και αυτό αρχίζει με μια φράση που χωράει τα πάντα: «Σε ακούω, είμαι εδώ».









