«Η μαμά της κολλητής μου ήταν η δεύτερη μαμά μου»

«Η μαμά της κολλητής μου ήταν η δεύτερη μαμά μου»

Όταν είμαστε παιδιά, οι γονείς των φίλων μας είναι κι εκείνοι ένα μέρος του ευρύτερου κόσμου των μεγάλων. Ο ρόλος τους, συνήθως, δεν είναι πρωταγωνιστικός κι έτσι η ανάμνησή τους φθίνει καθώς τα χρόνια περνάνε. Υπάρχουν, όμως, και οι περιπτώσεις που οι μαμάδες των φίλων μας σημαδεύουν κι εκείνες με τον δικό τους τρόπο τη ζωή μας και την προσωπικότητά μας – με την αστείρευτη αγάπη και το ενδιαφέρον τους. Αυτή η γυναίκα θυμάται με στοργή τη μητέρα της καλύτερής της φίλης, που την φρόντισε σαν να ήταν μαμά της.

«Σε ένα από τα πολλά φωτογραφικά άλμπουμ των παιδικών μου χρόνων, υπάρχει η ίδια φωτογραφία σε πολλές εκδοχές: Μία όμορφη αρχοντική γυναίκα με υφασμάτινα ρούχα που κρατά το ποτό της και χαμογελά αβίαστα στον φακό.

Είναι η μαμά της φίλης μου που, μαζί με τη δική μου, ήταν πάντα δίπλα μας στις σχολικές εκδηλώσεις, τα καλέσματα στα σπίτια, τις γιορτές, τις εξωσχολικές μας δραστηριότητες, αλλά και όλες τις όμορφες στιγμές που θυμάμαι από τότε.

Καθώς μεγαλώνω, δεν μου είναι πια εύκολο να μη νιώθω πως η όποια ομορφιά και γοητεία μου δόθηκαν θα χαθούν με τον χρόνο, σύντομα δηλαδή. Κι όμως, εξαιτίας αυτής της γυναίκας – που ήταν ένα δυνατό πρότυπο εκτός οικογένειας, διαφορετικό από τη μητέρα μου – μπορώ κάλλιστα να φανταστώ τον εαυτό μου ως μια δυναμική ώριμη γυναίκα.

Μεγάλωσα σε μια μικρή επαρχιακή πόλη και ήμασταν όλοι μια μεγάλη παρέα που συναντιόμασταν με κάθε ευκαιρία. Όχι τόσο το χειμώνα, που ήταν βαρύς στα μέρη μου, αλλά κυρίως το καλοκαίρι που το σχολείο έκλεινε και εμείς τα παιδιά βρισκόμασταν καθημερινά για παιχνίδι.

Πολύ κοντά μας, είχαμε μια δροσερή λίμνη, όπου πηγαίναμε για να κάνουμε μπάνιο και να παίξουμε στο νερό μέχρι να βαρεθούμε. Στην ακτή, αραχτές στις πτυσσόμενες πολυθρόνες τους, ήταν οι μαμάδες μας που δεν έπαιρναν το βλέμμα τους από πάνω μας. Σ’ αυτόν τον πανικό από γέλια και βουτιές, μαμάδες και παιδιά σταματούσαν να ξεχωρίζουν. Ήταν όλες μαμάδες μας και ήμασταν όλες παιδιά τους. Αλλά όταν εγώ φώναζα “μαμά”, είχα πάντα στο μυαλό μου δύο γυναίκες.

Η μαμά της φίλης μου ήταν διαφορετική από τη μαμά μου, που ήταν πιο σκληραγωγημένη και δεν πολυάκουγε τις γκρίνιες μας. Ήταν μια γυναίκα που ήξερε πως να μας παρηγορεί όταν το πιο ασήμαντο πράγμα ήταν για μας σκέτη καταστροφή και να περιποιείται τις πληγές μας που, θα επουλώνονταν έτσι κι αλλιώς, αλλά δεν είναι κι άσχημο να στο λέει κάποιος με τη γλυκιά και ήρεμη φωνή της.

Ήταν μια γυναίκα που ένιωθα οικεία, όπως ένιωθα και το σπίτι της, όπου μπαινόβγαινα, έτρωγα και κοιμόμουν σαν να ήταν το δικό μου.

Επειδή δεν ήταν η μητέρα μου, είχα μαζί της μια σχέση διαφορετική και πρόσεχα το κάθετι που έκανε για μας με ενδιαφέρον και θαυμασμό. Στα πικ νικ που κάναμε δίπλα στη λίμνη, έστρωνε πάντα το τραπέζι σαν να ήμασταν στο καλύτερο εστιατόριο κι έφερνε μοναδικές σπιτικές λιχουδιές για μας. Μετά το φαγητό, μας έπαιρνε όλα και μαζεύαμε λουλούδια για να κάνουμε στεφάνια και διακοσμητικά για το σπίτι.

Στα μάτια μου ήταν μια γυναίκα πανέμορφη, χωρίς να προσπαθήσει καν, απλώς και μόνο επειδή δεν έχανε ευκαιρία να κάνει όμορφη την κάθε στιγμή μας.

Και δεν θυμάμαι ποτέ, ούτε εκείνη ούτε τη μάνα μου, να παραπονιούνται και να γκρινιάζουν για μικροπράγματα. Και είχαν πολλά για να γκρινιάξουν, αφού οι άντρες τους δε συμμετείχαν και πολύ στην καθημερινότητα εντός του σπιτιού. Αλλά εκείνες, μιλούσαν για άλλα θέματα, ακόμη και για πολιτική με τρόπο που μου φαινόταν παθιασμένος, αλλά και υπεράνω μαζί. Για ‘κείνες βλέπετε, το κέντρο του κόσμου ήμασταν εμείς.

Μεγαλώνοντας, έφηβες πια, αρχίσαμε να μιλάμε κι εμείς μαζί τους και αντιληφθήκαμε πως – τι έκπληξη! –  είχαν και χιούμορ. Η δεύτερη μαμά μου, μάλιστα, είχε μια σπιρτάδα κι ένα πνεύμα που δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε μικρότερες. Πάνω απ’ όλα όμως, είχε μια αύρα που μας έκανε να την εμπιστευόμαστε για τα πάντα, ακόμη και τις ερωτοδουλειές μας. Αν και πλέον ξέρουμε ότι τα έλεγε όλα στη μαμά μου, είμαστε σίγουρες ότι άφηνε έξω όσα μπορεί να την ανησυχούσαν.

Η μαμά της φίλης μου ήταν η δεύτερη μαμά μου.

Και ξέρω πια ότι και η φίλη μου έβλεπε τη μαμά μου με τον ίδιο τρόπο. Διαφορετική καθώς ήταν από τη δική της, μπορούσε να βρει σ’ εκείνη όσα της έλειπαν ή ένιωθε ότι της έλειπαν.

Όταν πηγαίνουμε οικογενειακώς στον τόπο μου, την επισκέφτομαι με τα παιδιά μου κι εκείνη τους φέρεται σαν να ήταν δικά της. Όπως έκανε και με μένα. Μάλιστα, κάθονται ακόμη με τη μαμά μου στη λίμνη, προσέχοντας τα εγγόνια τα δικά τους ή των φίλων τους, τα εγγόνια τους δηλαδή.

Κι όταν γυρίζω στην πόλη, προσπαθώ να είμαι κι εγώ μια δεύτερη μαμά για τους φίλους και τους συμμαθητές των παιδιών μου, τα παιδιά τους και όποιο άλλο παιδί με έχει ανάγκη.»

v