Ιερέας: «Μπορεί να αλλάξει η διαδικασία της Θείας Κοινωνίας, χωρίς να χαθεί η ουσία της»

Ιερέας: «Μπορεί να αλλάξει η διαδικασία της Θείας Κοινωνίας, χωρίς να χαθεί η ουσία της»

Από τις πρώτες ημέρες αυτής της πανδημίας, έχει προκύψει ένα ζήτημα που απασχολεί κάθε τόσο την κοινή γνώμη, εκείνο της Θείας Κοινωνίας και του κινδύνου μετάδοσης του ιού που εμπεριέχει ή όχι ο τρόπος που διεξάγεται στις εκκλησίες μας. Από την όλη συζήτηση, ο απόηχος που έμεινε είναι κυρίως οι απόλυτες τοποθετήσεις εκατέρωθεν, καθώς και κάποιες «εξομολογήσεις» προσώπων της show biz πως έχουν κοινωνήσει ήδη, παρά την καραντίνα, (άραγε η αναγνωρισιμότητά τους λειτούργησε ως «μέσον»;) και θα ξανακοινωνήσουν τώρα που οι ναοί άνοιξαν και πάλι.

Η αλήθεια είναι ότι η επιθυμία του καθενός είναι σεβαστή, όπως και η γνώμη του, αλλά η ουσία της κουβέντας ίσως βρίσκεται αλλού: στο κατά πόσο η πνευματική αξία ενός μυστηρίου εξαρτάται όχι τόσο από τους μετέχοντες αυτού, αλλά από την ίδια τη διαδικασία και το «γράμμα» της, τη χρήση π.χ. ενός συγκεκριμένου κουταλιού.

Στη μακρά λίστα των απόψεων που έχουν κατατεθεί διαδικτυακά και μιντιακά, ήρθε αυτές τις μέρες να προστεθεί κι εκείνη ενός ιερωμένου από την Κρήτη, του πατήρ Χαράλαμπου Κοπανάκη. Τη γνώμη του για το ζήτημα εξέφρασε από το προσωπικό του βήμα στο facebook, δίνοντας έμφαση εκεί όπου έδωσε άλλοτε ρητά έμφαση και ο ίδιος Ιησούς Χριστός: τη διάκριση του τύπου απ’ την ουσία:

«Ευτυχώς πλέον στην εποχή μας, η δυνατότητα να εκφράζει κανείς τη γνώμη του, είναι κατοχυρωμένη και εν πολλοίς σεβαστή. Είναι σημαντικό λοιπόν να εκφραζόμαστε, αρκεί να το κάνουμε με αίσθημα ευθύνης και επιχειρήματα.

Η γνώμη μου λοιπόν εντελώς ξεκάθαρα, για το θέμα του τρόπου μετάδοσης της Θείας κοινωνίας, έχει ως εξής.

Την εποχή που αποφασίστηκε και υιοθετήθηκε η χρήση ίδιου για όλους κουταλιού, το τελευταίο που μπορούσαν να υποθέσουν οι άνθρωποι, ήταν η πιθανότητα μετάδοσης ασθενειών. Σκεφθείτε ότι μέχρι πριν έναν αιώνα, είχαμε άγνοια για τη χρησιμότητα του πλυσίματος των χεριών, ως νούμερο ένα πράξη προστασίας. Συνεπώς η απόφαση για την χρήση ενός κουταλιού με το οποίο θα Κοινωνούν όλοι οι πιστοί, δεν λήφθηκε με υγειονομικά κριτήρια, αλλά καθαρά για πρακτικούς λόγους.

Οι άνθρωποι τώρα, διαχρονικά έχουμε την τάση να κολλάμε στους τύπους, χάνοντας την ουσία. Για όσους έχουν ασχοληθεί έστω και λίγο με τα θεολογικά, είναι γνωστό ότι ο Χριστός έδωσε μεγάλη βάση στην διάκριση τύπου και ουσίας.

Συνοψίζοντας, η ουσία για το Χριστιανισμό, είναι να μετέχουν οι πιστοί στη μετάληψη του Άρτου και του Οίνου της κοινής λατρείας. Το επουσιώδες, είναι ο τρόπος που θα γίνεται αυτό.

Στις θρησκείες βέβαια, η σχέση με το παλαιό είναι περίεργη. Σχεδόν σε όλες τις θρησκείες, όποια πρακτική έρχεται από το παρελθόν, λαμβάνει θέση δόγματος, ακόμα και αν πρόκειται για πρακτικό θέμα, στο οποίο φυσιολογικά θα έπρεπε να υπάρχει ευελιξία. 

Επειδή λοιπόν είμαστε εγκλωβισμένοι σε αυτό τον τρόπο προσέγγισης της εκκλησιαστικής πραγματικότητας, ψάχνουμε απεγνωσμένα επιχειρήματα που να κατοχυρώνουν την θαυματουργική παρεμπόδιση μετάδοσης ασθενειών, μέσω του κοινού κουταλιού.

Τα επιχειρήματα όμως αυτά, καθόλου πειστικά δεν είναι, δεδομένου ότι δεν έχουμε επιστημονικά στοιχεία από παλαιότερες εποχές. Αυτό, θα ήταν εξάλλου αδύνατον, αφού οι εργαστηριακές αναλύσεις και οι στατιστικές μελέτες, είναι νέες πραγματικότητες. Το σίγουρο όμως που γνωρίζουμε, είναι ότι η θνησιμότητα τότε ήταν στα ύψη, λόγω της ανεπαρκούς ανάπτυξης της ιατρικής επιστήμης.

Το κύριο τώρα επιχείρημα ημών των πιστών, ότι δηλαδή μέσω της Θείας Κοινωνίας δεν μεταδίδονται ασθένειες που κολλάνε με το σάλιο, μάλλον είναι και υβριστικό.

Κανείς για παράδειγμα δεν διανοείται να υποστηρίξει ότι ένα ζευγάρι που έκανε εκκλησιαστικό Γάμο και συνεπώς δέχθηκε τη Θεία Χάρη, είναι αδύνατον ποτέ να χωρίσει.

Κανείς δεν διανοείται να υποστηρίξει ότι οι ασθενείς που ευλογούνται με το λαδάκι του ευχελαίου οπωσδήποτε θεραπεύονται.

Θα ήταν επίσης φαιδρό να πούμε ότι κάποιος που βαπτίζεται, κλειδώνει απαραίτητα η ύπαρξη του στον Εκκλησιαστικό χώρο.

Οι άνθρωποι δε που κάποια στιγμή δεχόμαστε χειροτονία και καθιστάμεθα κληρικοί, δεν χάνουμε μαγικά τις αδυναμίες μας. Τις κουβαλάμε και μάλιστα στις περισσότερες των περιπτώσεων τις μεγεθύνουμε στην πορεία.

Αυτά και πολλά άλλα που θα μπορούσαμε να πούμε, καταδεικνύουν ότι η πίστη δεν λειτουργεί με όρους μαγείας και αυτοματοποιημένους μηχανισμούς αναχαίτισης της όποιας φυσικής νομοτέλειας.

Κατά τη γνώμη μου, θα ήταν πολύ εύκολο να αλλάξουμε τον τρόπο μετάδοσης της Θείας Κοινωνίας, χωρίς να πλήττεται διόλου η ουσίας της πίστης. Βέβαια δεν τρέφω ουδεμία αυταπάτη ότι αυτό πρόκειται να συμβεί.

Το μόνο που διεκδικώ, είναι η ξεκάθαρη κατάθεση της γνώμης μου.»

v