«Για την μητέρα μου ήμουν αόρατη»: μια γυναίκα που μεγάλωσε παραμελημένη εξομολογείται

«Για την μητέρα μου ήμουν αόρατη»: μια γυναίκα που μεγάλωσε παραμελημένη εξομολογείται

Ακούγεται σκληρό, αλλά υπάρχουν γυναίκες που δεν είναι έτοιμες να γίνουν μανάδες και κάποιες από αυτές ίσως να μην είναι ποτέ. Το βασικό πειστήριο για μια τέτοια διαπίστωση, αποτελούν όλα εκείνα τα παιδιά που μεγάλωσαν παραμελημένα απ’ τη μητέρα τους, έχοντας υποστεί μια αδιαφορία και μια σκληρότητα που δεν ταιριάζει σε καμία μάνα, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες που αντιμετωπίζει. Αυτή η γυναίκα κουβαλάει ακόμη τα τραύματα που της άφησε η μητέρα της από παιδί – πληγές ανεπούλωτες που επιχειρεί να ξορκίσει με μια εκ βαθέων εξομολόγηση...

«Αν η μητέρα σας πίστευε ότι είναι καλό να σας αφήνει να κλαίτε για να μη βγείτε κακομαθημένη. Αν δεν σας άκουγε ποτέ πραγματικά και δεν είχε ιδέα πως αισθάνεστε και τι σκέφτεστε. Αν κάθε φορά που την πλησιάζατε αναζητώντας λίγη στήριξη και κατανόηση από τη μάνα σας λαμβάνατε αδιαφορία ή εκνευρισμό. Τότε είστε μια γυναίκα που μεγάλωσε παραμελημένη σαν κι εμένα.

Κι ίσως σήμερα να νιώθετε κι εσείς συναισθηματικά “ανήμπορη” και μόνη, είστε δύσπιστη με τους ανθρώπους και το να ανοίξετε την καρδιά σας σε κάποιον είναι κάθε φορά μια τιτάνεια προσπάθεια.

Έμαθα ότι η μητέρα μου με άφηνε να κλαίω με τις ώρες όταν έκανα το πρώτο μου παιδί και με συμβούλεψε να κάνω ακριβώς αυτό. Μας άφηνε, εμένα και τ’ αδέρφια μου, να κλαίμε μέχρι να κοιμηθούμε εξαντλημένα. Αλλιώς, μου είπε, θα βγαίναμε κακομαθημένα.

Την αγνόησα και πήρα το μωρό μου αγκαλιά, αλλά εκείνη άρχισε να φωνάζει σαν… κακομαθημένο παιδί. Το κλάμα του παιδιού μου, πυροδοτούσε μέσα μου την φυσική ανάγκη να τρέξω δίπλα του, να το πάρω αγκαλιά και να το παρηγορήσω. Για ‘κείνη, όμως, ήταν απλά ένας ακόμη θόρυβος. Και καλά το κλάμα του εγγονού της… των παιδιών της όμως; Των σπλάχνων της;

Τότε κατάλαβα ότι η μητέρα μου δεν είχε τα εφόδια να γίνει μάνα ή, τουλάχιστον, της έλειπε παντελώς ένα πολύ βασικό εφόδιο: το μητρικό ένστικτο, την πηγαία εγρήγορση κάθε φορά που διαισθάνεσαι πως κάτι συμβαίνει στο παιδί σου και φυσικά, κάθε φορά που στο δηλώνει εμφατικά με ένα γοερό κλάμα.

Απο εκεί και πέρα, δεν ήταν δύσκολο να συνδέσω τη συμπεριφορά της απέναντί μου ως μωρό (από την οποία δεν είχα μνήμες) με τη συμπεριφορά της τα επόμενα χρόνια, στο δημοτικό, στην εφηβεία, ακόμη και αργότερα, στην πρώτη νιότη, όταν έψαχνα ακόμη τον δρόμο μου στη ζωή.

Για τη μητέρα μου, εγώ και τ’ αδέρφια μου είμασταν το ίδιο: 3 παιδιά που χρειάζονται ρούχα, φαγητό και μια στέγη πάνω απ’ το κεφάλι τους. Τα υπόλοιπα – οι ιδιαίτερες προσωπικότητές μας, οι σκέψεις μας, τα ταλέντα μας, οι φιλοδοξίες μας, οι ικανότητές μας, οι επιθυμίες και τα συναιαθήματά μας – ούτε την ενδιέφεραν ούτε ήξερε πως να τα διαχειριστεί.

Ήταν, όμως, η μητέρα μας και μόνο σ’ αυτήν μπορούσαμε να αναζητήσουμε συναισθηματική στήριξη. Ο αδερφός μας ήταν πιο ανεξάρτητος και έβρισκε διέξοδο στους φίλους του και στη δουλειά – δούλευε με τον πατέρα μας. Εγώ κι η αδερφή μου, πάλι, είμασταν πολύ ευαίσθητες και εσωστρεφείς, και βράζαμε στο ζουμί μας χωρίς να μπορούμε να βοηθήσουμε η μία την άλλη. Όχι σε ψυχολογικό επίπεδο, τουλάχιστον.

Ευτυχώς, στην πορεία βρήκαμε ανθρώπους που μας στήριξαν – φίλους και σχέσεις – και μας βοήθησαν να καταλάβουμε ότι δεν πήγαινε τίποτα λάθος με μας. Το λάθος το είχε κάνει η μητέρα μας. Και το χειρότερο, το είχε κάνει χωρίς να το αντιλαμβάνεται. Το σωστό για ‘κείνη ήταν να φτιάξει ένα καλούπι για τα παιδιά της – ανεξαρτητα, δυναμικά, σκληροτράχηλα – και να τα πιέσει με τον τρόπο της να ταιριάξουν σ’ αυτό.

Ξέρω σήμερα, πως και για ‘κείνη, κάποιος άλλος έφταιγε: οι γονείς της. Δεν της έδωσαν ποτέ αγάπη και η αγκαλιά τους ήταν ακριβή. Έτσι έμαθε κι έτσι έκανε και με μας. Χαίρομαι, όμως, που στη δική μας εποχή, είχαμε και εγώ και τ’ αδέρφια μου τη δυνατότητα να σπάσουμε αυτόν τον φαύλο κύκλο και να γίνουμε αληθινοί γονείς για τα παιδιά μας.

Και έτσι, να αντιληφθούμε σε όλη του την έκταση όχι μόνο το τι χάσαμε εμείς, αλλά και όλα όσα έχασε εκείνη και δεν θα απολαύσει ποτέ της – ούτε ως γιαγιά.»

v