«Στο μικρό βιβλιοπωλείο του χωριού μου, βρήκα κάποτε όλα όσα ψάχνει ένα παιδί…»

«Στο μικρό βιβλιοπωλείο του χωριού μου, βρήκα κάποτε όλα όσα ψάχνει ένα παιδί…»

Όταν είσαι παιδί σ’ έναν τόπο μικρό, ένα χωριό για παράδειγμα, νιώθεις σίγουρα πιο ασφαλής και πιο ελεύθερος να βγεις απ’ το σπίτι, να τρέξεις, να παίξεις και να εξερευνήσεις τον κόσμο. Καθώς μεγαλώνεις, όμως, θέλεις να βγεις (με το πνεύμα σου, έστω) απ’ τα όρια του μικρού σου τόπου και να μάθεις τι υπάρχει εκεί έξω, στον αχανή πολύχρωμο πλανήτη μας, αλλά και πέρα απ’ αυτόν. Στις μέρες του ίντερνετ, μοιάζει πολύ εύκολο. Άλλοτε, όμως, ο κόσμος όλος χωρούσε σ’ ένα μικρό βιβλιοπωλείο...

Αυτή η μαμά, που μεγάλωσε δίπλα (και μέσα) στο μικρό βιβλιοπωλείο του χωριού της, αναπολεί τα χρόνια που τα βιβλία ήταν για ‘κείνη το παράθυρο στον κόσμο που διακαώς αναζητούσε:

«Μεγάλωσα σ’ ένα μικρό χωριό, χωρίς τα ερεθίσματα άλλων παιδιών, αλλά με πολλή αγάπη και ανεμελιά, αλλά και διαρκή επαφή με τη φύση. Οι γονείς, αγρότες και κτηνοτρόφοι, δούλευαν ολημερίς και πολλές φορές βοηθούσα κι εγώ. 

Βέβαια, δεν με προόριζαν για διάδοχό τους, αλλά για να μορφωθώ, να σπουδάσω και να ζήσω μια καλύτερη ζωή, όπως έλεγαν, με γνώμονα την ιδανική εικόνα που είχαν οραματιστεί για το μέλλον μου.

Γι’ αυτό και η μάνα μου με έπαιρνε από πολύ μικρή και με πήγαινε παραδίπλα, στο μοναδικό βιβλιοπωλείο του χωριού (και των γύρω χωριών). Το είχε ο κυρ Κώστας, οικογενειακός φίλος και άνθρωπος τόσο της σκληρής δουλειάς όσο και των γραμμάτων. Εκεί, ο κυρ Κώστας μου έδινε τα καλύτερα βιβλία και μ’ άφηνε να ξεφυλλίσω άλλα τόσα όσο συζητούσαν με τη μαμά μου.

Μεγαλώνοντας, λοιπόν, άρχισα να πηγαίνω μόνη μου. Όχι μόνο για να ξεφυλλίσω, αλλά και για να βοηθάω τον κυρ Κώστα μετά το σχολείο. Και, φυσικά, να χάνομαι στις αφηγήσεις των συγγραφέων και των εικονογράφων που μέρα με τη μέρα γίνονταν οι καλύτεροι μου φίλοι. Ώσπου μια μέρα, έφυγα απ’ το χωριό για να φτιάξω την τύχη μου κάπου αλλού.

Και την έφτιαξα. Σήμερα είμαι μια εργαζόμενη μαμά, καλλιεργημένη και με πτυχίο, όπως ήθελαν οι καημένοι οι γονείς μου και ο κυρ Κώστας που με είχε σαν κόρη του. Κι ο οποίος έβαλε κι αυτός το λιθαράκι του σ’ αυτό που είμαι σήμερα, αφού στο μικρό βιβλιοπωλείο του:

Αγάπησα τη γνώση και έμαθα την αξία του να μαθαίνεις κάτι καινούργιο κάθε μέρα, αλλά και να εμβαθύνεις πάνω σ’ αυτά που ξέρεις, έτσι ώστε να λειτουργήσουν σαν λίπασμα που θα κάνει τον νου σου να ανθίσει

Αγάπησα την τέχνη, όχι μόνο του λόγου, αλλά σε όλες τις μορφές της κι έμαθα να αναζητώ σ’ αυτήν τις απαντήσεις που ψάχνει, όχι το μυαλό, αλλά η καρδιά μας για τα δεκάδες ερωτήματα που διαχρονικά μας βασανίζουν.

Αγάπησα τα ταξίδια, όχι μόνο επειδή αποτελούν ένα είδος φυγής από έναν τόπο και μια ζωή που δεν σε εκπλήσσει πια, αλλά κι επειδή είναι ο καλύτερος τρόπος να ανοίξεις τους ορίζοντές σου και ν’ αντιληφθείς πόσο μεγαλειώδης είναι ο κόσμος που μας φιλοξενεί.

Αγάπησα τους ανθρώπους κι έμαθα ότι δεν έρχονται στη ζωή σου σε συγκεκριμένες διαστάσεις, χρώματα ή σχήματα, αλλά κουβαλώντας μια ποικιλομορφία που αξίζει να την αγκαλιάσεις κι ας τη φοβάσαι καμιά φορά – ας σου φαίνεται ξένη ή αταίριαστη με σένα.

Αγάπησα τον εαυτό μου έτσι όπως διαμορφώθηκε σιγά σιγά, με όλα τα ελαττώματα και τις παραξενιές του, μέσα απ’ τους δεκάδες ήρωες βιβλίων στους οποίους βρήκα κάτι από μένα ή πήρα κάτι που ένιωσα πως κάνει για μένα.

Κοντολογίς, στο μικρό βιβλιοπωλείο του χωριού μου, βρήκα κάποτε όλα όσα ψάχνει ένα παιδί ή, τουλάχιστον, όλα όσα θα έπρεπε να ψάχνει.

Γι’ αυτό και σήμερα, θα πάω με την κόρη μου στο βιβλιοπωλείο της γειτονιάς μας, ελπίζοντας να νιώσει μια μέρα ότι οι ώρες που περνάμε εκεί κάθε σαββατοκύριακο την έχουν κάνει καλύτερο άνθρωπο και, γιατί όχι, καλύτερη μαμά.» 

v