Η αγάπη της μάνας δεν ξεθωριάζει ποτέ…

Η αγάπη της μάνας δεν ξεθωριάζει ποτέ…

Δεν είναι εύκολο να χάνεις έναν άνθρωπο που αγαπάς κι ακόμη πιο δύσκολο είναι να χάνεις τη μάνα σου, σε όποια ηλικία κι αν σου συμβεί αυτό. Κι είναι δύσκολο γιατί το άγγιγμα και το βλέμμα της μάνας δεν παύουν να είναι βάλσαμο για τον άνθρωπο, όσο ανθεκτικό κι αν τον έχει κάνει η ζωή με τα ζόρια και τις δοκιμασίες της. Ευτυχώς, όπως μας λέει με το υπέροχο κείμενό της η Δήμητρα Καφρομάνη, «δεν ξεχνάς ποτέ την αγάπη εκείνων που σου έδωσαν την ψυχή τους…» Μόνο την κουβαλάς μέσα σου σαν φυλαχτό και συνεχίζεις να τους νιώθεις δίπλα σου.

«Αχ, ρε μάνα...

Είναι λάθος τελικά αυτό που λένε ότι τα παιδιά χρειάζονται τους γονείς τους όταν είναι μικρά. Όταν μεγαλώνουν, τους χρειάζονται περισσότερο.

Ίσως γιατί η αίσθηση ότι μεγαλώνουμε ησυχάζει μέσα μας, με την ύπαρξη κάποιου δικού μας ανθρώπου μεγαλύτερου από μας. Πέρασε καιρός και όμως κάποιες στιγμές είναι σαν να έφυγες μόλις χτες. Σου μιλάω ακόμα σε άσχετες στιγμές, ακόμα και περπατώντας στο δρόμο, μοιάζοντας με εκείνες τις “πειραγμένες” που μονολογούν κάνοντας διάλογο. Η αλήθεια είναι ότι δεν ξέρω αν με ακούς. Θα το ήθελα πολύ όμως. Δεν ξέρω αν με βλέπεις, αν με νιώθεις, αν με αισθάνεσαι, όμως εγώ τα κάνω και τα τρία. Μάλλον η ανάγκη με σπρώχνει. Μάλλον αυτογιατρεύομαι από την έλλειψή σου, θεωρώντας ότι ακόμα είσαι κάπου εδώ γύρω. Ακόμα φωνάζω “αχ ρε μάνα”, όπως τότε. Όπως πάντοτε. Ίσως γιατί αυτό το “αχ” μου δίνει το δικαίωμα να λέω ακόμα τη λέξη που δεν μου αναλογεί πια. Παρηγορούμαι όταν την ακούω από το παιδί μου, αισθάνομαι και εγώ όπως αισθανόσουν εσύ – εκεί συναντιόμαστε μάνα – αλλά δεν είναι το ίδιο.

Μου λείπεις μάνα.

Ξέρω ότι κάθε άσπρη τρίχα που φυτρώνει στο κεφάλι μου με φέρνει ακόμα πιο κοντά σου, αλλά δεν είναι παρηγοριά αυτό, να ξέρεις. Αντιγράφω πλέον λέξεις σου, κινήσεις σου, αντιδράσεις σου, χωρίς να το καταλαβαίνω, χωρίς να το πολυσκέφτομαι. Φοράω το αγαπημένο σου πουκάμισο, εσύ δεν υπάρχεις πια να το φορέσεις. Για κάποιο λόγο η μυρωδιά σου το έχει διαπεράσει. Απορρυπαντικά και μαλακτικά δεν μπορούν να τη βγάλουν. Ακόμα και τα κουμπιά του την ώρα που το κλείνω, με τα δικά σου αποτυπώματα κουμπώνονται. Στο σπίτι σου δεν μπορώ να κάτσω. Μπαίνω, κάνω δουλειά και βγαίνω γρήγορα. Ούτε σπανακόπιτα τόλμησα να φτιάξω. Ούτε κουλουράκια σμυρναίικα. Ούτε μελιτζάνες παπουτσάκια. Απλά σου χρεώνω που σε χρειάζομαι όσο ποτέ κι εσύ δεν είσαι πουθενά. Έχω ανάγκη να σε χρεώσω κάτι και ελπίζω να το καταλαβαίνεις. Ψέματα, τίποτα δεν μπορώ να σε χρεώσω. Θα ήθελα να ήσουν εδώ μάνα. Ας ήσουν εδώ, κι εγώ δεν θα σε χρειαζόμουν ποτέ. Είναι υπόσχεση μάνα.

Δεν ξεχνάς ποτέ την αγάπη εκείνων που σου έδωσαν την ψυχή τους… Μαμά σ’ αγαπάω.

– Δήμητρα Καφρομάνη»
v