«Ονειρεύτηκα ότι ο κορονοϊός εξαφανίστηκε και ήταν τo καλύτερο όνειρο της ζωής μου»

«Ονειρεύτηκα ότι ο κορονοϊός εξαφανίστηκε και ήταν τo καλύτερο όνειρο της ζωής μου»

Οι καιροί που περνάμε αποδεικνύονται ιδιαίτερα δύσκολοι και η πανδημία έχει αλλάξει άρδην τις συνήθειες και τις προτεραιότητές μας. Ταυτόχρονα, μας έχει φέρει ένα άγχος που δεν είχαμε αντιμετωπίσει ξανά και μια τρομερή αβεβαιότητα για την επόμενη μέρα – για την υγεία, αλλά και τα οικονομικά μας. Ευτυχώς, το μυαλό μας βρίσκει διάφορους τρόπους να αντισταθμίζει τη μαυρίλα και ένας από αυτούς είναι και τα όμορφα, ελπιδοφόρα όνειρα. Όπως αυτό που είδε αυτή η γυναίκα, ότι, λέει, ο κορονοϊός εξαφανίστηκε και όλα ήταν σαν και πρώτα...

«Το ξέρω ότι η ανθρωπότητα έχει περάσει πιο δύσκολους καιρούς και πως, για καποιους εκεί έξω, αυτή η πανδημία έχει πολύ πιο τρομερές συνέπειες απ’ ότι για μένα, αλλά ομολογώ ότι όλο αυτό με έριξε υπερβολικά πολύ. 

Ένιωσα εγκλωβισμένη στους τέσσερις τοίχους που άλλοτε λαχταρούσα να αράξω, φοβισμένη για τα παιδιά μου που, παρά τις δυσκολίες, δείχνουν να τα πηγαίνουν μια χαρά και πιεσμένη από όλον αυτόν τον διχασμό μεταξύ “αφυπνισμένων” και “χρήσιμων ηλίθιων” που έχει κατακλύσει τις κουβέντες για τον κορονοϊό.

Για ένα διάστημα μάλιστα έχασα τον ύπνο μου, κυριολεκτικά, αφού περνούσαν έως και μέρες μέχρι να κοιμηθώ – απ’ την εξάντληση κυρίως. Τα παιδιά μου και ο άντρας μου ανησύχησαν, μου πρότειναν να μιλήσω με κάποιον ειδικό, να πάρω μια άδεια απ’ τη δουλειά, οτιδήποτε θα με έκανε να ξεπεράσω αυτό το ανυπέρβλητο εμπόδιο. Τελικά, ήρθε το καλοκαίρι, ξεμύτισα λίγο απ’ το σπίτι, έκανα μερικά μπάνια και ηρέμησα.

Το 2ο κύμα με βρήκε λίγο πιο καλά, αλλά η άνοδος των θανάτων με τσάκισε και πάλι. Πριν από λίγο καιρό ξανάπεσα στη μαυρίλα και δεν σηκωνόμουν με τίποτα. Ανησυχούσα για τους γονείς μας, για τα παιδιά μας και για εμάς. Για την τηλεκπαίδευση, για την τηλεργασία, το εμβόλιο, τις ΜΕΘ… τα πάντα. Κόντευα να τρελαθώ κι έσβησα όλους τους λογαριασμούς μου στα σόσιαλ για να μην διαβάζω τι λέει ο κάθε άσχετος. Ήμουν σε κατάσταση πανικού.



Ώσπου μια νύχτα, βυθισμένη στην απαισιοδοξία μου, είδα το ομορφότερο, πιο αισιόδοξο όνειρο της ζωής μου. Είδα ότι ο κορονοϊός είχε εξαφανιστεί και όλα ήταν όπως πριν.

Ξύπνησα το πρωί – μέσα στο όνειρο – ετοίμασα το πρωινό και το κολατσιό των παιδιών, πήγαμε στο σχολείο κι έφυγα για τη δουλειά. Λίγο πριν είχε φύγει και ο πατέρας τους, σα να μη συμβαίνει τίποτα. Το μεσημέρι μιλήσαμε στο τηλέφωνο με τον μεγάλο και με διαβεβαίωσε ότι όλα ήταν μια χαρά και το φαγητό που έκανα αποβραδίς ήταν υπέροχο.

Όταν επέστρεψα, τα παιδιά ήταν έξω, σε φροντιστήρια και άλλες δραστηριότητες. Έκανα τις δουλειές του σπιτιού κι όταν γύρισε ο άντρας μου, είμασταν για κάποιο λόγο τόσο χαρούμενοι που αποφασίσαμε να πάρουμε τα παιδιά και να πάμε έξω για φαγητό, στην πλατεία της γειτονιάς – κι ας ήταν καθημερινή.

Κι έτσι έγινε. Τα παιδιά καταχάρηκαν μόλις άκουσαν το νέο, έκαναν μπάνιο, έβαλαν τα καλά τους και βγήκαμε. Η πλατεία έσφυζε από ζωή, παιδιά έτρεχαν, έπαιζαν και γελούσαν παντού, παππούδες και γιαγιάδες συζητούσαν στα παγκάκια και κόμσος πήγαινε κι ερχόταν. Το αγαπημένο μας στέκι ήταν γεμάτο κι αυτό, αλλά βρήκαμε τραπέζι και σύντομα απολαμβάναμε το αυθόρμητο τσιμπούσι μας.

Όλα ήταν λαμπερά, χρωματιστά, μυρωδάτα και υπέροχα. Στο φαγητό είπαμε τα νέα μας και κάναμε σχέδια για τα Χριστούγεννα, το Πάσχα, το καλοκαίρι, τη ζωή μας ολόκληρη. Σχέδια που κανένας ιός δεν μπορεί να καταστρέψει. Έτσι νιώθαμε τουλάχιστον.

Έτσι ένιωθα κι εγώ όταν ξύπνησα απ’ το ροχαλητό του άντρα μου. Τον ζηλεύω καμιά φορά που είναι πιο χοντρόπετσος από μένα. Είναι προσόν τελικά σ’ αυτές τις δύσκολες συνθήκες και ίσως πρέπει να προσπαθήσω κι εγώ να δω τα πράγματα πιο ψύχραιμα.

Για να απολαύσω αληθινά τη στιγμή που το όνειρό μου θα γίνει πραγματικότητα και ο κορονοϊός θα πάψει να διαφεντεύει τις ζωές και να δηλητηριάζει τις ψυχές μας

v