«O φόβος μιας δεύτερης αποβολής επισκίασε τους 9 πιο όμορφους μήνες της ζωής μου»

«O φόβος μιας δεύτερης αποβολής επισκίασε τους 9 πιο όμορφους μήνες της ζωής μου»

Την αποβολή του μωρού σου δεν την ξεχνάς ποτέ, ακόμα κι ήσουν λίγων εβδομάδων έγκυος. Είναι κάτι που σε στοιχειώνει και το κουβαλάς πάντα μέσα σου. Αυτή η μαμά μάλιστα, εξομολογείται πως ο φόβος της μην το πάθει ξανά, επισκίασε την δεύτερη εγκυμοσύνης της.

«To απόγευμα μιας Τρίτης είδα στο τεστ εγκυμοσύνης να εμφανίζονται δυο γραμμούλες. Η μία ήταν αχνή, όμως, ήταν εκεί. Προσπάθησα να συγκεντρωθώ στις δουλειές μου αλλά δεν τα κατάφερα.

Κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, φανταζόμουν όλες τις περίεργες ερωτήσεις που θα μου έκανες όταν γεννιόσουν. Μυρίζουν τα σύννεφα; Τι είναι τα σκουλήκια; Πώς γίνονται τα παιδιά; Χαμογέλασα, αλλά μια σκοτεινή σκέψη φώλιασε για τα καλά μέσα μου. Κι αν σε χάσω;

Πριν από έξι μήνες, έχασα το αδερφάκι σου. Ήμουν ξαπλωμένη στο γραφείο του γιατρού και έβλεπα τον υπέρηχο. Δεν ακουγόταν κανένας ήχος. Το σώμα μου είχε πάρει μια απόφαση χωρίς τη συγκατάθεσή μου.

Τώρα όμως είμαι έγκυος σε εσένα και ντρέπομαι που το λέω, αλλά δεν μπορώ να νιώσω ακόμα χαρά. Φοβάμαι. Κανονικά θα έπρεπε να σκέφτομαι ονόματα και να κοιτάζω μωρουδιακά, αλλά δεν το κάνω. Οι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι μια τέτοια αντίδραση είναι φυσιολογική. Είναι ένα είδος αυτοπροστασίας - ένας τρόπος για να αντιμετωπιστεί το άγχος και η αβεβαιότητα. Αλλά υπάρχει ένα μεγάλο τίμημα και αυτό είναι ότι επισκιάζονται οι πιο όμορφοι μήνες της ζωή μου. Όταν αποκλείεις τον φόβο ότι θα χάσεις κάτι, αποκλείεις επίσης τη χαρά της εμπειρίας του.

Εκείνη την Τρίτη έκανα περίπου 20 τεστ εγκυμοσύνης. Ήθελα να βεβαιωθώ ότι ήσουν εκεί. Άνοιγα τις κουρτίνες στην κρεβατοκάμαρα και κρατούσα τα τεστ κάτω από το φως του ήλιου, όπως ένας κοσμηματοπώλης που εξετάζει ένα διαμάντι.

Από εκείνη τη μέρα ξεκίνησε μια εσωτερική πάλη μέσα μου. Ξυπνούσα και προσπαθούσα να καταλάβω αν όλα πήγαιναν καλά ή κάτι είχε συμβεί την ώρα που κοιμόμουν. Μια μέρα είχα λίγη αιμορραγία και ήμουν πεπεισμένη ότι σε είχα χάσει.

Ήθελα να είμαι η έγκυος που λάμπει από χαρά, που μιλάει για τις λιγούρες της, που ήδη διαλέγει μωρουδιακά και διαβάζει βιβλία για μέλλουσες μαμάδες. Ήθελα να σχεδιάσω το μέλλον μας, αλλά φοβόμουν.

Ταυτόχρονα, είχα άγχος για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν δεν σχεδίαζα ή αν δεν άφηνα τον εαυτό μου να φανταστεί το μέλλον μας μαζί. "Ένιωθα ότι δεν μπορούσα να συνδεθώ συναισθηματικά με αυτό το μωρό μέσα μου μέχρι να το κρατήσω πραγματικά στην αγκαλιά μου", είχε πει μια γυναίκα που είχε αποβάλλει πολλές φορές πριν γίνει μητέρα. Αν μου δοθεί η ευκαιρία να σε κρατήσω στην αγκαλιά μου, αναρωτήθηκα, θα μετανιώσω για όλο τον χρόνο που ξόδεψα ανησυχώντας - χρόνο που θα μπορούσα να είχα περάσει για να δεθώ μαζί σου, να σου μιλάω, να σου διαβάζω στη μήτρα; Η ανησυχία θα κάνει τη σύνδεση μαζί σου πιο δύσκολη; Θα με νιώθεις σαν ξένη;

Μερικές φορές ένιωθα ότι υπήρχαν δύο εναλλακτικοί κόσμοι: Στον ένα θα σε έχανα. Στον άλλο θα ζούσες. Κατευθυνόμουν προς μία από αυτές τις πραγματικότητες, αλλά δεν ήξερα ποια. Σκέφτηκα το διάσημο πείραμα "Η γάτα του Σρέντινγκερ", στο οποίο μια υποθετική γάτα μπορεί να είναι ταυτόχρονα ζωντανή και νεκρή, με την κατάστασή της να συνδέεται με ένα προηγούμενο τυχαίο γεγονός. 

Ο Schrödinger είχε ως στόχο να καταδείξει τον παραλογισμό αυτής της ιδέας: Μια γάτα δεν μπορεί να είναι ταυτόχρονα νεκρή και ζωντανή. Αλλά όλο αυτό δεν μου φαινόταν πια τόσο... ξένο.

Σε ένα ραντεβού με την γυναικολόγο, καθόμουν σε ένα κρύο δωμάτιο με κατεβασμένο το παντελόνι και ένα λεπτό σεντόνι απλωμένο στα πόδια μου. Προσπάθησα να μην σκεφτώ την τελευταία φορά που κάθισα κάτω από ένα τέτοιο σεντόνι. Εξάλλου, αυτό ήταν διαφορετικό. Ήταν ένα διαφορετικό γραφείο, με διαφορετικό φωτισμό. Αλλά το γιγάντιο μηχάνημα δίπλα μου μύριζε πλαστικό και βούιζε όπως το άγχος μέσα μου. Κοιτούσα δύο ταυτόχρονες πραγματικότητες. Στη μία, επέστρεφα στο σπίτι μου ευτυχισμένη. Στην άλλη ο πόνος με είχε διαλύσει, πριν ακόμα σηκωθώ από την καρέκλα.

Σ' εκείνο το γραφείο άκουσα την καρδιά σου και συνειδητοποίησα ότι υπάρχεις πραγματικά.

Σηκώθηκα, ξαναφόρεσα το παντελόνι μου και κοίταξα τη φωτογραφία που μου έδωσε η γιατρός - την πρώτη πραγματική εικόνα σου. Ήσουν μια θολή λευκή κηλίδα, σαν φάντασμα σε παλιά φωτογραφία. Προσεκτικά, σε έβαλα μέσα στην τσάντα μου. Σε μερικά χρόνια, σκέφτηκα, θα έχεις αγαπημένες ταινίες. Ίσως σου αρέσει η μουσική κάντρι. Ίσως να είσαι από αυτούς που δεν τους αρέσει ο κόλιαντρος. Θα γίνεις ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος.

Αλλά η φωτογραφία αποτύπωσε μόνο μια στιγμή. Δεν μπορούσα να ξέρω τι θα συνέβαινε στο μέλλον. Θα σταματήσω να ανησυχώ στις 12 εβδομάδες, είπα στον εαυτό μου. Ή ίσως στις 24. Ή στις 36. Ίσως σε χίλιες εβδομάδες.

Εννέα μήνες αργότερα, είσαι στην αγκαλιά μου. Με κοιτάζεις και εγώ μετακινούμαι προς τα αριστερά και μετά προς τα δεξιά. "Τι κοιτάς;" Σε ρωτάω, ξύνοντας την κοιλιά σου. Οι γωνίες του στόματός σου συστρέφονται λίγο. Το πρώτο σημάδι ενός χαμόγελου.

Η ανησυχία δεν έχει εξαφανιστεί. Αν μη τι άλλο, χειροτέρεψε. Το μέλλον μας εξακολουθεί να εμπεριέχει δυνατότητες για χαρά και πόνο, όπως ακριβώς και εκείνη τη μέρα στο γραφείο του γιατρού. Αναπόφευκτα και τα δύο θα υπάρχουν ταυτόχρονα. Το μυαλό μου περιπλανιέται σε αυτές τις πιθανότητες.

Επιστρέφω όμως σε αυτή την εκδοχή της πραγματικότητας, όπου είσαι εδώ. Ένα πλάσμα προστατευμένο στην αγκαλιά μου.»

Πηγή: theatlantic.com

v