Παντρεμένοι πέντε χρόνια. Μαζί δέκα. Μια αγάπη δυνατή, αληθινή. Ένα σπίτι με γέλια, φωνές, παιδικά πατουσάκια που τρέχουν από δωμάτιο σε δωμάτιο. Μια ζωή γεμάτη. Και όμως, κάποιες φορές νιώθω άδεια.
Όταν με ακουμπά, όταν με πλησιάζει, δεν νιώθω πια αυτή τη σπίθα που κάποτε ερχόταν σχεδόν αυτόματα. Νιώθω πίεση. Νιώθω πως πρέπει. Πως οφείλω να ανταποκριθώ. Γιατί είναι ο άντρας μου. Γιατί έχουμε καιρό. Γιατί τον αγαπάω. Γιατί φοβάμαι μη φανώ ψυχρή. Μη νιώσει ότι δεν τον θέλω. Μη γίνει το «σεξ» ένα θέμα που δεν τολμά κανείς να θίξει. Κι όμως, έχει ήδη γίνει.
Δεν είναι ότι δεν υπάρχει τρυφερότητα. Μου φέρνει καφέ το πρωί. Κρατάει τα παιδιά για να ξεκουραστώ. Ξέρει πώς να με κοιτάζει όταν ξέρω ότι έχω κουραστεί μέχρι το κόκκαλο. Αλλά η επιθυμία; Σαν να έσβησε αθόρυβα, χωρίς να το καταλάβω.
Και μετά έρχεται η ενοχή. Αυτή η αόρατη, πνιγηρή ενοχή που σου ψιθυρίζει «κάτι δεν πάει καλά με εσένα». Νιώθω λιγότερο γυναίκα. Νιώθω ότι κάτι κάνω λάθος. Που δεν θέλω, που δεν μου λείπει, που δεν με συγκινεί πια. Δεν έχει σχέση με εκείνον. Έχει σχέση με εμένα. Με το πώς άλλαξε το σώμα μου. Με το πώς κουράζεται το μυαλό μου. Με το ότι θέλω μόνο να μείνω λίγο ήσυχη. Να μην χρειαστεί να δώσω τίποτα άλλο από τον εαυτό μου. Να μην είμαι επιθυμητή, αλλά απλώς... να υπάρχω.
Μερικές φορές προσποιούμαι. Όχι για να ξεγελάσω εκείνον, αλλά για να ξεγελάσω εμένα. Για να πείσω τον εαυτό μου ότι όλα είναι όπως παλιά. Ότι δεν έχει αλλάξει κάτι. Ότι δεν με βαραίνει τίποτα. Αλλά η αλήθεια είναι ότι με βαραίνει. Και η σιωπή είναι πιο βαριά από όλα.
Δεν έχουμε μιλήσει πολύ για αυτό. Ίσως γιατί φοβάμαι την απογοήτευσή του. Ίσως γιατί κι εκείνος νιώθει ότι κάτι έχει αλλάξει και δεν ξέρει πώς να το αγγίξει. Κι έτσι χορεύουμε γύρω του, με φράσεις μισές και βλέμματα που αποφεύγουν.
Μου λείπει το παλιό μας σεξ. Όχι μόνο σαν πράξη, αλλά σαν παιχνίδι. Σαν συνεννόηση χωρίς λόγια. Σαν την ελευθερία που είχαμε τότε, όταν τίποτα δεν μας πίεζε. Τώρα κάθε πράξη συνοδεύεται από μια σκέψη. Από μια ανάγκη να τελειώσει γρήγορα. Από μια αγωνία μην ξυπνήσουν τα παιδιά. Από μια υποχρέωση να «λειτουργήσω».
Δεν ξέρω τι φταίει και δεν θέλω να ρίξω φταίξιμο σε κανέναν. Ούτε σε εκείνον. Ούτε σε μένα. Απλώς νιώθω ότι έχουμε απομακρυνθεί από αυτή την πλευρά της σχέσης μας, και δεν ξέρω πώς να ξαναπλησιάσουμε.
Κάποιες φορές τον κοιτάζω όταν κοιμάται και σκέφτομαι πόσο τον αγαπάω. Αληθινά. Με όλο μου το είναι. Αλλά αυτή η αγάπη δεν βρίσκει πια έκφραση στο σώμα. Κι αυτό με πονάει. Με κάνει να νιώθω λειψή. Όχι σαν σύντροφος. Σαν άνθρωπος.
Δεν θέλω να φύγω. Δεν θέλω να τελειώσει αυτό που έχουμε. Θέλω απλώς να ξαναβρώ εκείνο το κομμάτι του εαυτού μου που ένιωθε ελεύθερο, παιχνιδιάρικο, διαθέσιμο. Όχι για χάρη του. Για χάρη μας. Και για χάρη μου.
Ίσως κάποια στιγμή βρω το θάρρος να του τα πω όλα αυτά όπως τα γράφω τώρα. Όχι για να ζητήσω κάτι, αλλά για να μοιραστώ. Γιατί αν δεν μοιραστώ, θα αρχίσω να κρύβομαι. Κι όταν αρχίσεις να κρύβεσαι μέσα σε μια σχέση, η απόσταση μεγαλώνει, σιωπηλά, σχεδόν ανεπαίσθητα, μέχρι να μην μπορείς πια να τη γεφυρώσεις.
Δεν βαριέμαι το σεξ επειδή δεν αγαπάω. Το βαριέμαι γιατί έχω χαθεί λίγο από τον εαυτό μου. Και ψάχνω, σιγά σιγά, να με ξαναβρώ.