«Αν ζούσε η μάνα μου, θα την αγκάλιαζα ώσπου να διώξω το σκοτάδι απ’ την ψυχή της»

«Αν ζούσε η μάνα μου, θα την αγκάλιαζα ώσπου να διώξω το σκοτάδι απ’ την ψυχή της»

Η ζωή με έναν άνθρωπο που δεν ικανοποιείται με τίποτα και δεν είναι ποτέ του χαρούμενος δεν είναι καθόλου εύκολη. Ειδικά αν είσαι μικρό παιδί και πρόκειται για την ίδια σου τη μητέρα. Αυτή η γυναίκα μεγάλωσε με μια μάνα που την καταπίεζε με κάθε τρόπο, της φόρτωνε τους ψυχαναγκασμούς, τις εμμονές και τελικά την δυστυχία της. Σήμερα, μητέρα κι η ίδια, μιλά για τα δύσκολα παιδικά της χρόνια, αλλά και την βαθιά επιθυμία της να ζούσε η μαμά της για να της έδειχνε πως να χαίρεται τη ζωή και την αγάπη των γύρω της.

«Η μητέρα μου δεν υπήρξε ποτέ της χαρούμενη. Ποτέ μου δεν είδα το χαμόγελό της.

Ήταν μια γυναίκα που έζησε 58 ολόκληρα χρόνια με ένα μόνιμο άγχος για την κάθε λεπτομέρεια – της ήταν αδύνατον να αφήσει οτιδήποτε στην τύχη του, κι εγώ ήμουν το μόνιμο αντικείμενο της παράνοιάς της. Δεν μπορούσα να κάνω ούτε βήμα χωρίς την επιτήρησή της και χωρίς να σημειώνει κάθε στραβοπάτημά μου στη “μαύρη λίστα” που κρατούσε σχολαστικά στο μυαλό της.

Θυμάμαι τον καιρό που όλη η οικογένεια έπρεπε να ζυγίζεται κάθε 15 μέρες, μετά το δευτεριάτικο μεσημεριανό τραπέζι. Οι γονείς μου – μανιώδεις καπνιστές και οι δύο – ήταν πάντα όσα κιλά έπρεπε να είναι, όπως και η λιπόσαρκη αδερφή μου. Εγώ, πάλι, έβγαινα πάντα υπέρβαρη και δεχόμυν επιπλήξεις γι’ αυτό. Βλέπω παλιές φωτογραφίες και συνειδητοποιώ πόσο λάθος ήταν να νιώθω άσχημα σ’ όλη τη διάρκεια της εφηβείας μου για 2-3 παραπανίσια κιλά. Κι όλο αυτό, εξαιτίας μιας εμμονής της μάνας μου.

Όπως και τότε που θεωρούσε ότι λούζομαι υπερβολικά συχνά και θα κατέστρεφα τα μαλλιά μου. Ο κανόνας της ήταν μόνο 2 φορές την εβδομάδα, χωρίς εξαιρέσεις. Υπήρχαν μέρες στο σχολείο που τα παιδιά με απέφευγαν επειδή το κεφάλι μου έδειχνε βρώμικο, αλλά η μάνα μου δεν άκουγε τίποτα. Την ίδια στιγμή, εκείνη ήταν πάντα στην πένα και μοσχοβολούσε από πάνω μέχρι κάτω. Ένιωθα σαν την παραπεταμένη ψυχοκόρη.

Ένας άλλος τρόπος της να με ελέγχει και να με υποτιμάει ήταν το ντύσιμό μου. Για την ακρίβεια, δεν με άφηνε ποτέ να φοράω τα ρούχα που ήθελα. Με ανάγκασε να φοράω παλιομοδίτικα παντελόνια, πλισέ φούστες και κλειστά μπλουζάκια, ώστε να εξασφαλίσει ότι κανένα αγόρι δεν θα γυρίσει να με κοιτάξει. Και τα κατάφερε.

Ούτε μέικ-απ μπορούσα να φορέσω για να μη μοιάζω με... “πόρνη”. Κάποια Χριστούγεννα, η θεία μου μού έκανε δώρο ένα σετ με διάφορα είδη για μακιγιάζ. Η μάνα μου το έκρυψε, αλλά εγώ το βρήκα και βαφόμουν όταν έλειπε απ’ το σπίτι. Κάποτε με έπιασε, φυσικά, και για δύο εβδομάδες με ανάγκαζε να κάνω μπάνιο με παγωμένο νερό.

Για χρόνια, δεν μπορούσα να καταλάβω τι εξυπηρετούσε όλο αυτό και για ποιο λόγο έπρεπε να μεγαλώσω έτσι. Πίστευα ότι είμαι παχύσαρκη χωρίς να είμαι και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να νιώσω όμορφη. Η κοινωνική μου ζωή ήταν υποτυπώδης, αφού έβγαινα σπάνια και δεν επιτρεπόταν να καλέσω τις φίλες μου στο σπίτι, ενώ είχα σχεδόν πειστεί κι εγώ ότι είμαι μια ατίθαση έφηβη χωρίς σεβασμό για τους γονείς της.

Λίγο καιρό αφότου έφυγα μπουχτισμένη απ’ το πατρικό μου για σπουδές, η μαμά μου συνέχισε να φροντίζει ώστε να είναι το σπίτι στην εντέλεια και να βλέπει όλη μέρα τις αγαπημένες τις σαπουνόπερες. Ώσπου, στα 58 της, έφυγε απ' τη ζωή, δυστυχισμένη όπως πάντα...

Η μητέρα μου δεν υπήρξε ποτέ της ευτυχισμένη ούτε μια μάνα τρυφερή, ευάλωτη, αυθόρμητη ή περήφανη για την οικογένειά της.

Σήμερα, που είμαι κι εγώ μητέρα κι έχω παλέψει πολύ για να είμαι καλή σ’ αυτό, έχω δύο εκδοχές: είτε αντιμετώπιζε κάτι που έχρηζε ψυχιατρικής βοήθειας είτε μεγάλωσε κι εκείνη όπως εγώ, χωρίς κανένα άλλο παράδειγμα για το τι πρέπει να κάνει μια μητέρα, πέρα από εκείνο της μαμάς της. Δεν γνώρισα ποτέ την γιαγιά μου, αλλά το ότι η μάνα μου δεν μιλούσε ποτέ για εκείνη, ίσως κρύβει την απάντηση.

Μακάρι να ήταν σήμερα εδώ η μητέρα μου.

Τώρα πια που έχω προχωρήσει με τη ζωή μου, θα μπορούσα να την πλησιάσω με αγάπη και κατανόηση. Θα της έφτιαχνα το αγαπημένο της κέικ καρότου με γλάσο μαζί με τις εγγόνες της και θα την αγκαλιάζαμε όλες μονομιάς, ώσπου να νιώσει επιτέλους ότι την αγαπούν, ότι δεν είναι μόνη με τους ψυχαναγκασμούς και τις εμμονές της.

Και ίσως έτσι, με κέικ και αγκαλιές, να έσπαγα αυτό το σκληρό, άκαμπτο περίβλημα που στοίχειωσε τα παιδικά μου χρόνια. Να ζέσταινα την καρδιά της και να την έβλεπα για πρώτη φορά να χαμογελάει, έστω και για μία στιγμή.»

v