O Μικρός Νικόλας «γράφει» ένα ξεκαρδιστικό κείμενο για την επιστροφή στο σχολείο!

O Μικρός Νικόλας «γράφει» ένα ξεκαρδιστικό κείμενο για την επιστροφή στο σχολείο!

Η απολαυστική ιστορία που ακολουθεί περιγράφει την επιστροφή στο δημοτικό σχολείο μέσα από τα μάτια (ή μάλλον την πένα) του γνωστού σε όλους μας Μικρού Νικόλα. Η καραντίνα, ο κορονοϊός και οι νέες συνθήκες που έχουν προκύψει έπειτα από την πανδημία περιγράφονται με τον πιο διασκεδαστικό τρόπο σε μια εποχή που το χιούμορ και η παιδική αθωότητα είναι τα καλύτερα όπλα που διαθέτουμε. 

Το κείμενο έγραψε η Annick Appetito, μιμούμενη το ανυπέρβλητο στυλ του Ρενέ Γκοσινί και μετέφρασε ο εκπαιδευτικός Εμμανουήλ Κανάκης αρχικά για τους διαδικτυακούς μαθητές του για να γελάσουν. Ήταν αναμενόμενο να γίνει viral σε χρόνο μηδέν!

Καλή απόλαυση! 

Σκίτσο: Jean-Jacques Sempé

«Σήμερα επιστρέψαμε στο σχολείο. Πριν, έπρεπε να μείνουμε σπίτι για τον κορονοϊό και επειδή έλεγε κάτι παράξενα πράγματα στην τηλεόραση, κάθε απόγευμα, ένας ευγενικός κύριος με γυαλάκια κι ένας άλλος αξύριστος και θυμωμένος. Και οι δυο έλεγαν ότι τα παιδιά μεταδίδουν την νόσο πολύ. Αλλά ο κύριος με τα γυαλιά είπε ότι δεν κολλάμε τώρα, εκτός από τον Κλοταίρ που η μαμά του έχει παρένθεση για νόσημα ή κάτι τέτοιο, τελοσπάντων, και είναι επικίνδυνο και θα στείλει μια δήλωση ο μπαμπάς του και θα τη γλιτώσει.

Αλλά και στο Webex, στην καραντίνα, πάλι τη γλίτωνε και δεν έμπαινε, ενώ όλοι οι άλλοι κάναμε μάθημα στο τάμπλετ και στο κομπιούτερ, κάθε μέρα. Στην αυλή είχε πολλή πλάκα. Δεν μπορούμε να παίζουμε ούτε κυνηγητό, ούτε κρυφτό, ούτε αμπάριζα. Ο Μαιξάν φορούσε μια αστεία μάσκα με μία βαλβίδα, η Μαρί φορούσε κίτρινα γάντια που της ήταν μεγάλα και ο Ζοφρουά έριχνε αντισηπτικό σπρέι σε όποιον τον πλησίαζε. Ο Ρούφους είπε στον Μαιξάν ότι μοιάζει με πίθηκο με τη μάσκα που φοράει. Ο Μαιξάν τον ρώτησε αν ήθελε ο πίθηκος να του ρίξει μια σφαλιάρα στα μούτρα να μάθει. Και τότε ο Ρούφους του είπε ότι δεν μπορεί να του ρίξει σφαλιάρα λόγω της κοινωνικής απόστασης.

 Μετά ήρθε η δασκάλα μας και μας πήρε στην τάξη. Εκεί μας τα εξήγησε όλα. Πώς πρέπει να προσέχουμε για να μην κολλήσουμε και κολλήσουμε και τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας. Όλοι πλύναμε τα χέρια με αντισηπτικό, πάλι, εκτός από τη Μαρί που δεν ήθελε να βγάλει τα μεγάλα κίτρινα γάντια της. Ο Ζοφρουά άρχισε να φωνάζει ότι τα δάκρυα της Ζενεβιέβ είναι μολυσμένα και θα τον κολλήσει με ιό και ήθελε να βγει έξω. Η Ζενεβιέβ έκλαιγε γιατί φοβόταν να μην πεθάνει. Η κυρία της είπε πως δεν πρόκειται να πεθάνει κανείς, γιατί τα παιδιά δεν πεθαίνουν και πως δεν θα μας αφήσει να βγούμε έξω, έτσι κι αλλιώς. Τότε ο Εντ είπε, ότι ο μπαμπάς του είπε, πως τα παιδιά δεν πεθαίνουν. Και ότι ο μπαμπάς του, λέει, πως αυτές οι ιστορίες με τον ιό ήταν μια δικαιολογία για τους δασκάλους να μην δουλέψουν, όχι ότι κάνουν και καμία σπουδαία δουλειά, και πως δεν τον άντεχε άλλο στο σπίτι και δεν έβλεπε την ώρα, ο μπαμπάς του, να ανοίξουν τα σχολεία.

Η κυρία τότε έκανε έναν παράξενο μορφασμό και είπε στον Εντ να πει ευχαριστώ στο μπαμπά του για τα καλά του λόγια κι ο Εντ είπε παρακαλώ. Τότε ήταν που η Λουιζέτ άρχισε να κλαίει γιατί η γιαγιά της πέθανε και ο κορονοϊός σκοτώνει γιαγιάδες. Και η κυρία στεναχωρήθηκε πολύ που δεν ήξερε ότι η γιαγιά της Λουιζέτ πέθανε από τον ιό. Αλλά η Λουιζέτ εξήγησε πώς η γιαγιά της είχε πεθάνει πριν από πολλά χρόνια, αλλά ήταν λυπημένη έτσι κι αλλιώς.

Και ξαφνικά ο Ζοφρουά έριξε αλκοολούχο τζελ στα μάτια του Ανιάν που ξαφνικά άρχισε να ουρλιάζει και να λέει πως δεν τον αγαπάει κανένας και πως θέλει να πεθάνει. Ο Ζοφρουά του είπε ότι τώρα ο Ανιάν δεν κινδυνεύει να πεθάνει αν ο ιός πάει να μπει από τα μάτια του. Τότε η δασκάλα κατάσχεσε το αλκοολούχο τζελ του Ζοφρουά και ο Ζοακίμ είπε ότι η μαμά του πιστεύει πώς, έτσι κι αλλιώς, το αλκοόλ έχει καταστρέψει σπίτια, σαν του θείου του του Μπερτράν που χώρισε με την θεία Ζορζέτ. Παρατήρησα ότι το φρύδι της δασκάλας άρχισε να χορεύει περίεργα, όταν μας είπε ότι μπορούμε να ανοίξουμε να φάμε το κολατσιό μας. Αλλά ο Αλσέστ άρχισε να βρίζει, γιατί η μαμά του του είχε βάλει μόνο δύο κρουασάν αντί για τρία. Και ο Κλοταίρ άρχισε να φωνάζει ότι το τοστάκι του ακούμπησε το θρανίο που το είχε αγγίξει πριν το μολυσμένο κρουασάν του Αλσέστ και ο Ανιάν άρχισε να ουρλιάζει πάλι, γιατί φοβόταν ότι τώρα θα πεθάνουν όλοι από κορονοϊό!

Και τότε ήταν που η δασκάλα σηκώθηκε, όρθια, κατάλευκη, με κατακόκκινα μάγουλα (σας έχω πει ότι η δασκάλα μας είναι πολύ όμορφη όταν θυμώνει;) και άρχισε να φωνάζει πως κανείς δεν πρόκειται να πεθάνει και πόσες φορές πρέπει να το επαναλάβει! Μας έβγαλε διάλειμμα και εκείνη πήγε για καφέ. Ο Ρούφους είπε ότι δεν είναι σίγουρος αλλά πιστεύει πως η δασκάλα είναι φορέας…»
v