«Δεν θέλω να κρατήσετε το παιδί για να κοιμηθώ, θέλω λίγο χρόνο για τον εαυτό μου»

«Δεν θέλω να κρατήσετε το παιδί για να κοιμηθώ, θέλω λίγο χρόνο για τον εαυτό μου»

Κάθε μητέρα δίνει έναν μικρό, προσωπικό αγώνα. Κάθε μέρα προσπαθεί να τα δώσει όλα, κάθε βράδυ κάνει έναν σιωπηλό απολογισμό: άλλοτε κοιμάται ευχαριστημένη με την προσπάθειά της, άλλοτε αυτομαστιγώνεται στριφογυρίζοντας στο κρεβάτι. Όλες όμως έχουν ένα κοινό. Όπως κι αν τους βγαίνει το ζύγι, όσο καλά ή μέτρια κι αν πήγε η απόστολή τους, είναι κουρασμένες. Είναι στα όριά τους. Όχι πάντα. Αλλά συχνά.

Μιλήσαμε με μια νεαρή μαμά. Ας την πούμε Άννα, γιατί δεν θέλει να πούμε το αληθινό της όνομα. Θα κλείσει τα 30, πηγαίνει σε μια σχολή για να γίνει αυτό που ονειρεύεται επαγγελματικά. Ο άντρας της είναι σκίπερ -σα να λέμε καπετάνιος- σε σκάφος κι όλο λείπει. Είναι μικροκαμωμένη, έχει βλέμμα που δεν ησυχάζει ποτέ και είναι γεμάτη ενέργεια: πλένει, τρέχει, πάει βόλτες την κόρη της, παίζει κυνηγητό, βάφει μόνη της τα μαλλιά της, φτιάχνει μπάρες με φυστικοβούτυρο τα μεσάνυχτα, είναι πολύ κοινωνική και λιγάκι διψασμένη για ενήλικη επικοινωνία. 

Η κόρη της είναι σχεδόν τριών και οι δυο τους ζουν στην Αθήνα, ενώ η Άννα έχει μεγαλώσει στην επαρχία. Φίλους, μαμά, μπαμπά δεν έχει εκεί. Έχει την πεθερά της όμως για την οποία δηλώνει πως είναι πάρα πολύ τυχερή. Ο καλός της λείπει για μήνες ταξιδεύοντας πότε στην Κούβα και πότε στο Ισραήλ. Κι αυτή, μόνη, με ένα πιτσιρίκι στην πιο τρελή του φάση, τα βγάζει πέρα στην Αθήνα ρίχνοντας το τρέξιμο της ζωής της. 

Την Άννα τη γνωρίσαμε σε διακοπές και ήταν απ' το πρώτο μισάωρο σαφές: απόλυτη προτεραιότητά της είναι το παιδί της, με μια σοφή ισορροπία απ' αυτές τις αξιοζήλευτες. Διακόπτει ό,τι κάνει για να δώσει στην κόρη της την προσοχή που της ζητάει, ρισκάροντας να χάσει πόντους κοινωνικότητας. Το κάνει όμως χωρίς άγχος, γι' αυτό και κανείς δεν νιώθει ότι έχει απέναντι του μια μαμά που 'χει χάσει τον εαυτό της. 

Όσο παινεύαμε την αστείρευτη ενέργειά της κι εκείνη χαμογελούσε όχι αυτάρεσκα, αλλά ντροπαλά, τόλμησε να εκφράσει μικρά παράπονα -πάντα με κάποια συστολή, σε στυλ «μην παραπονιέμαι κιόλας, όλα καλά μου πάνε». 

«Τι να τον κάνω τον ύπνο; Δεν είναι ο ύπνος που μου λείπει. Δεν με νοιάζει αυτό που μου λένε οι φίλοι μου κι η πεθερά μου "να 'ρθω να σου κρατήσω την μικρή να κοιμηθείς λιγάκι". Λίγο χρόνο για τον εαυτό μου θέλω. Μια ώρα τη μέρα, έστω μισή, να είμαι αυτό που είμαι και να κάνω αυτό που θέλω. Να ξυριστώ, να κάνω ένα μπάνιο με την ησυχία μου, να χαζέψω στο κινητό, να μιλήσω στο τηλέφωνο.»

Κι ήταν σ' αυτά τα λόγια συμπυκνωμένη όλη η συντριπτική αλήθεια των γυναικών που μεγαλώνουν σχεδόν μόνες τα παιδιά τους: θέλω λίγο -μόνο λίγο!- χρόνο για 'μένα. Μισή ωρίτσα να πω δυο σαχλαμάρες στο τηλέφωνο. Ένα τεταρτάκι να βγάλω δυο χαζές σέλφι και να τις στείλω στον άντρα μου που θαλασσοπνίγεται. Δυο λεπτάκια να κοιτάξω το ταβάνι χωρίς να σκέφτομαι. Μισή στιγμούλα να πάρω μια ανάσα. 

Καμιά γκρίνια, κανένα δράμα, καμιά υπερβολή δεν είχαν ούτε τα λόγια της Άννας ούτε το βλέμμα της. Άξιο να σημειωθεί άλλωστε ότι ούτε μισή φορά δεν διέκρινες ένα τόσο δα «ουφ» στην αλληλεπίδρασή της με την κόρη της (τη στιγμή που άλλοι μπορεί να βρίζουν 3 μέρες επειδή τους κόπηκε για μια ώρα το ίντερνετ). 

«Μια ώρα να είμαι εγώ θέλω, ρε φίλε». 

Όσοι μπορούμε, όσο μπορούμε, αν έχουμε Άννες μόνες κοντά μας, να την δίνουμε αυτή τη μία ώρα. Μια στο τόσο, όχι καθημερινά. Δεν είναι πολύ για 'μας -είναι όμως πάρα πολύ για τις Άννες που τραβάνε κουπί σαν τρελές κάθε μέρα, όλη μέρα. 

Μια ώρα τη μέρα, να είναι όπως θέλει, ρε φίλε.

Άντε, ας βάλουμε ένα χεράκι. 

v