Brain drain: γιατί συνεχίζουμε να φεύγουμε από τη χώρα που αγαπάμε;

Brain drain: γιατί συνεχίζουμε να φεύγουμε από τη χώρα που αγαπάμε;

Η σκηνή επαναλαμβάνεται σχεδόν τελετουργικά τα τελευταία χρόνια: ένα γεμάτο αεροδρόμιο, μια οικογένεια που αγκαλιάζεται στην πύλη αναχωρήσεων, ένα νεαρό παιδί με δύο βαλίτσες και πολλά όνειρα. Δεν είναι τουρίστας. Είναι ένας ακόμη Έλληνας που αφήνει πίσω του τη χώρα του. Όχι για διακοπές. Για μια νέα ζωή. Γιατί;

Ο όρος brain drain χρησιμοποιείται για να περιγράψει αυτό ακριβώς: τη μαζική φυγή καταρτισμένων, ταλαντούχων και συνήθως νεαρών ανθρώπων στο εξωτερικό. Και δεν είναι απλώς ένας όρος, είναι μια πραγματικότητα που ματώνει εδώ και δεκαετίες την ελληνική κοινωνία, που σιγοτρώει τις δυνατότητες της χώρας, που θολώνει την ελπίδα.

Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία, περισσότεροι από 500.000 Έλληνες, κυρίως νέοι επιστήμονες, έχουν φύγει από την Ελλάδα την τελευταία δεκαετία. Οι περισσότεροι δεν έφυγαν από καπρίτσιο ή περιέργεια. Έφυγαν από ανάγκη. Όταν η αξιοπρέπεια δεν χωράει στο βιογραφικό και οι κόποι χρόνων αντιμετωπίζονται με απαξίωση, τότε το εισιτήριο χωρίς επιστροφή γίνεται μονόδρομος.

Η αγάπη για την πατρίδα δεν φτάνει

Κι όμως, όλοι αυτοί οι άνθρωποι αγαπούν την Ελλάδα. Την κουβαλούν μέσα τους, μιλούν ελληνικά στα παιδιά τους στο Άμστερνταμ, ψάχνουν για ελληνικά φαγητά στο Σίδνεϊ, συγκινούνται βλέποντας μια φωτογραφία από το νησί τους. Δεν είναι έλλειψη αγάπης. Είναι περίσσευμα πίκρας.

Αγαπάς τη χώρα σου, αλλά δεν αντέχεις να σου λένε ότι πρέπει να έχεις μέσο για να βρεις δουλειά. Δεν αντέχεις να αμείβεσαι με 800 ή 1000 ευρώ όταν 400 ή 600 πρέπει να πάνε στο νοίκι. Δεν αντέχεις να δουλεύεις απλά για να επιβιώνεις όταν έχεις επενδύσει χρόνια και χρήματα σε σπουδές. Δεν αντέχεις να σε αποκαλούν «αχάριστο» επειδή ζητάς καλύτερες συνθήκες. Και πάνω απ’ όλα, δεν αντέχεις να βλέπεις ότι τίποτα δεν αλλάζει.

Δεν είναι μόνο τα λεφτά

Φυσικά, ο μισθός μετράει. Όταν μια θέση στη Σουηδία προσφέρει διπλάσια και τριπλάσια αμοιβή από μια αντίστοιχη στην Ελλάδα, το δίλημμα είναι υπαρκτό. Όμως, οι περισσότεροι νέοι που έφυγαν δεν αναζητούσαν μόνο χρήματα. Αναζητούσαν αξιοκρατία, εξέλιξη, αναγνώριση, ένα περιβάλλον όπου θα μπορούν να αναπνεύσουν και να δημιουργήσουν χωρίς να σκοντάφτουν καθημερινά σε τοίχους αδιαφορίας ή αναξιοκρατίας. Αναζητούσαν μια κοινωνία που δεν θα τους κατακρίνει για τα πάντα, δεν θα τους στοχοποιεί επειδή είναι «νέοι», ούτε θα τους πετάει στο περιθώριο επειδή είναι «διαφορετικοί».  Αναζητούσαν έναν τόπο στον οποίο η προσπάθεια ανταμείβεται και η πρωτοβουλία ενθαρρύνεται.

Κι όμως, κάποιοι γυρνούν

Υπάρχουν και εκείνοι που αποφάσισαν να επιστρέψουν. Να παλέψουν εδώ, να επενδύσουν χρόνο, γνώσεις, εμπειρία. Άλλοι το μετάνιωσαν, άλλοι το παλεύουν ακόμα. Όλοι, όμως, συμφωνούν στο ίδιο: η επιστροφή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Η Ελλάδα δεν υποδέχεται εύκολα τα παιδιά της πίσω. Δεν έχει φροντίσει να τους κάνει χώρο, να ακούσει τι έμαθαν, να τους αξιοποιήσει. Συχνά τους περιμένει η ίδια γραφειοκρατία, οι ίδιες παθογένειες, οι ίδιες κλειστές πόρτες.

Τι μπορεί να αλλάξει;

Το brain drain δεν σταματά με ευχές. Σταματά με πράξεις. Χρειάζονται πολιτικές που να δημιουργούν πραγματικές ευκαιρίες για εργασία και εξέλιξη, ένα εκπαιδευτικό σύστημα που να συνδέεται με την παραγωγή και την καινοτομία και ένα Δημόσιο που να λειτουργεί ως σύμμαχος και όχι ως εμπόδιο. Χρειάζεται αξιοκρατία, διαφάνεια, επένδυση στους ανθρώπους. Όχι άλλες επιτροπές, όχι άλλα σχέδια επί χάρτου, αλλά πράξεις.

Και πάνω απ’ όλα, χρειάζεται ένα νέο αφήγημα. Μια Ελλάδα που δεν θα φοβάται το καινούργιο, που δεν θα περιθωριοποιεί όσους σκέφτονται διαφορετικά. Μια Ελλάδα που θα πείθει τους νέους πως μπορούν να χτίσουν εδώ το μέλλον τους χωρίς να χρειαστεί να το αναζητήσουν αλλού.

Η ελπίδα υπάρχει, αλλά αργεί

Οι ιστορίες όσων έφυγαν είναι πολλές. Άλλοι τα κατάφεραν. Άλλοι όχι. Όλοι όμως κουβαλούν μέσα τους το ίδιο παράπονο: «Μακάρι να μπορούσα να μείνω». Αυτό το «μακάρι» είναι που πονάει. Είναι η κραυγή μιας γενιάς που μεγάλωσε με προσδοκίες αλλά βρέθηκε να παλεύει με τα βασικά. Είναι η διαφορά ανάμεσα στην πατρίδα που αγαπάς και στην πατρίδα που σε διώχνει.

Όσο αυτό το «μακάρι» δεν μετατρέπεται σε «μπορώ», το brain drain θα συνεχίζεται. Και θα χάνουμε τους καλύτερους, εκείνους που θα μπορούσαν να μας πάνε πιο μπροστά.

Αν θέλουμε να δούμε τα παιδιά μας να ανθίζουν εδώ, πρέπει να φτιάξουμε έναν τόπο που να τα χωρά. Όχι να τα κρατά πίσω, αλλά να τα σπρώχνει μπροστά. Γιατί στο τέλος της ημέρας, η πιο τραγική απώλεια δεν είναι αυτή των ανθρώπων που φεύγουν. Είναι αυτή των ευκαιριών που δεν τους δώσαμε ποτέ.

v