Όχι γιατί «έπρεπε». Αλλά γιατί το ένιωσα. Το ένιωσα ότι θέλω να είμαι εκεί το πρωί που θα ξυπνήσουν. Να είμαι η πρώτη που θα τους ακούσει να λένε «καλημέρα». Να τους κρατάω το χέρι όταν έχουν πυρετό, να τους διαβάζω το ίδιο παραμύθι για 15η φορά, να είμαι παρούσα σε όλες εκείνες τις μοναδικές στιγμές που περνούν τόσο γρήγορα, σχεδόν αθόρυβα.
Ήταν εύκολο; Καθόλου. Πολλές φορές ένιωσα να χάνω την ταυτότητά μου. Να με προσπερνάει ο καιρός και η καριέρα μου. Άλλες φορές με έπνιγε η κούραση, η επανάληψη, η οικονομική πίεση. Κι όμως, όσο περνούσαν τα χρόνια, ήμουν σίγουρη ότι αυτό που κάνω έχει αξία. Ότι το να είμαι παρούσα δεν είναι «θυσία», αλλά προνόμιο.
Τα παιδιά μου είναι η πρώτη μου προτεραιότητα Κ και το ότι έμεινα σπίτι να τα μεγαλώσω είναι για μένα ο ορισμός της επιτυχίας. Έμεινα σπίτι. Και τελικά, έμεινα στην καρδιά τους. Γιατί αυτά τα χρόνια δεν θα ξαναέρθουν. Και εγώ ήμουν εκεί.
«Έμεινα σπίτι να μεγαλώσω τα παιδιά μου και ήταν η καλύτερη απόφαση της ζωής μου»

Δεν ήταν μια απόφαση που πήρα ελαφρά τη καρδία. Δεν το είχα «ονειρευτεί» μικρή. Ίσα-ίσα, ήμουν από εκείνες που μεγάλωσαν με το μότο «να σπουδάσεις, να δουλέψεις, να σταθείς στα πόδια σου». Και το έκανα. Σπούδασα, δούλεψα, έφτιαξα καριέρα. Ώσπου ήρθαν τα παιδιά. Και τότε, όλα ξαναγράφτηκαν μέσα μου από την αρχή.