Δείτε εδώ την ειδική έκδοση

«Το παιδί μου έχει πυρετό αλλά δεν έχω την πολυτέλεια να μην το στείλω στο σχολείο»

«Το παιδί μου έχει πυρετό αλλά δεν έχω την πολυτέλεια να μην το στείλω στο σχολείο»

Είναι 7:15 το πρωί. Το θερμόμετρο γράφει 38,3 και το παιδί μου είναι κουλουριασμένο στον καναπέ με το βλέμμα εκείνο το θαμπό, μισό κοιμισμένο, που με διαπερνά. «Μαμά, μπορώ να μείνω σπίτι;» με ρωτάει με φωνή που σπάει. Θέλω να του πω «Ναι». Το θέλω με όλη μου την ψυχή. Αλλά λέω: «Βάλε κάλτσες, θα αργήσουμε».

Όχι επειδή δεν καταλαβαίνω, αλλά επειδή δεν έχω την πολυτέλεια να μην το στείλω στο σχολείο. Δεν έχω γιαγιά να βοηθήσει. Δεν έχω εργασία που «κατανοεί». Δεν έχω ρεπό να κάψω, ούτε αφεντικό που να νοιάζεται αν το παιδί μου έχει πυρετό. Έχω μόνο μια μέρα γεμάτη υποχρεώσεις και έναν κόμπο στο στομάχι.

Το ντύνω, του δίνω σιρόπι, του χαϊδεύω το κεφάλι. Στην πόρτα κοντοστέκεται. «Θα με πάρεις αν νιώσω άσχημα;» ρωτάει. «Φυσικά», του λέω. Και το εννοώ. Αλλά μέσα μου ξέρω ότι θα με φάει η ενοχή, ό,τι κι αν γίνει.

Η καθημερινότητα της ενοχής

Η ενοχή έχει γίνει η στολή εργασίας μας. Οι μητέρες τη φοράμε κάθε μέρα. Την κουβαλάμε στο γραφείο, στο λεωφορείο, στο supermarket. Ξέρουμε πως ό,τι κι αν κάνουμε, κάτι θα είναι λάθος.

Αν κρατήσουμε το παιδί σπίτι, καθυστερούμε στη δουλειά και γινόμαστε «αναξιόπιστες». Αν το στείλουμε σχολείο με λίγο πυρετό, γινόμαστε «ανεύθυνες». Αν ζητήσουμε βοήθεια, μας κοιτούν σαν να μην μπορούμε να τα καταφέρουμε μόνες μας.

Η κοινωνία μάς λέει ότι «οι γυναίκες σήμερα μπορούν να τα έχουν όλα». Η αλήθεια είναι πως μπορούμε να τα έχουμε όλα, εκτός από ανάσα.

Η κανονικότητα του αδύνατου

Ζούμε σε μια χώρα που έχει κάνει την ανθρωπιά προνόμιο. Η φροντίδα θεωρείται αδυναμία και η κατανόηση «πολυτέλεια». Αν αρρωστήσει το παιδί, δεν υπάρχει πρόνοια για άδεια. Αν μείνεις σπίτι, δεν πληρώνεσαι. Αν πληρωθείς, κάποιος άλλος σε κρίνει γιατί «εκμεταλλεύεσαι το σύστημα».

Οι περισσότερες οικογένειες λειτουργούν σαν ακροβάτες χωρίς δίχτυ ασφαλείας. Κρατιόμαστε από μια καθημερινότητα που μοιάζει με σχοινί, λεπτό και τεντωμένο. Ξέρουμε πως μια μικρή αδιαθεσία, ένα τηλέφωνο από το σχολείο, μπορεί να τινάξει όλη την ισορροπία στον αέρα.

Και τότε, οι ενοχές ξαναφουντώνουν. Γιατί έστειλες το παιδί σχολείο. Γιατί δεν πρόλαβες. Γιατί δεν είχες άλλη επιλογή.

Το τηλεφώνημα

Στις 12:45 χτυπάει το κινητό. Είναι η δασκάλα. «Δεν αισθάνεται καλά, ίσως θα ήταν καλύτερα να το πάρετε». Η φωνή της είναι ευγενική, αλλά πίσω της ακούω μια ήπια αποδοκιμασία. Ένα «θα έπρεπε να το είχατε κρατήσει σπίτι».

Το παίρνω από το σχολείο με τη μισή καρδιά στο τιμόνι και την άλλη μισή στο λάπτοπ που με περιμένει στο γραφείο. Στο φαρμακείο αγοράζω θερμόμετρο, στο σπίτι βάζω θερμοφόρα, φτιάχνω χαμομήλι. Κι ενώ το παιδί αποκοιμιέται, εγώ ανοίγω τον υπολογιστή.

Δουλεύω αθόρυβα, δίπλα του. Με το ένα μάτι στα mail και το άλλο στο θερμόμετρο. Είναι η αόρατη κούραση που δεν φαίνεται πουθενά, αλλά τη νιώθεις να σε βαραίνει μέχρι τα κόκαλα.

Ένα σύστημα χωρίς κατανόηση

Στην Ελλάδα του 2025, η λέξη «ισορροπία» ακούγεται όμορφη μόνο στα συνέδρια.
Στην πράξη, οι εργαζόμενοι γονείς πορεύονται χωρίς καμία πραγματική στήριξη. Οι άδειες φροντίδας είναι λίγες και ανεπαρκείς. Η τηλεργασία θεωρείται λύση, ενώ στην πραγματικότητα είναι απλώς δουλειά από τον καναπέ δίπλα στο άρρωστο παιδί.

Κι όμως, το κράτος συνεχίζει να θεωρεί ότι τα παιδιά μεγαλώνουν «μόνα τους». Ότι οι γονείς έχουν απεριόριστο χρόνο και ενέργεια. Ότι κάπως, μαγικά, τα βγάζουμε πέρα.

Δεν είναι μαγεία. Είναι επιβίωση. Είναι αυτό το καθημερινό ζύγισμα ανάμεσα στη δουλειά και τη φροντίδα, ανάμεσα στην ευθύνη και την ανάγκη.

Όταν πέφτει ο πυρετός

Το βράδυ, ο πυρετός υποχωρεί. Το παιδί κοιμάται ήρεμο και ησυχάζω για λίγο. Κλείνω το λάπτοπ, κοιτάζω το μικρό του πρόσωπο και σκέφτομαι πόσο άδικο είναι να χρειάζεται να απολογείσαι για κάτι τόσο ανθρώπινο όσο η φροντίδα.

Δεν έχω λύση να προτείνω, μόνο μια διαπίστωση: οι μητέρες δεν χρειάζονται θαυμασμό, χρειάζονται υποστήριξη. Να μπορούν να μένουν σπίτι με το παιδί τους χωρίς να φοβούνται πως αύριο δεν θα έχουν δουλειά.

Μέχρι να συμβεί αυτό, θα συνεχίσουμε να μετράμε θερμοκρασίες πριν το ξυπνητήρι, να λέμε ψέματα στον εαυτό μας ότι «θα είναι καλύτερα το μεσημέρι» και να ζούμε σε αυτή τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο καθήκον και στο αυτονόητο.

Κάποτε, ίσως, να πάψουμε να το θεωρούμε φυσιολογικό. Ίσως κάποτε, η φροντίδα να μην είναι προνόμιο, αλλά δικαίωμα.

Απόρρητο
v