Δημογραφικό, γήρανση και συρρίκνωση εργατικού δυναμικού, δείχνουν μια κοινωνία και ένα πολιτικό σύστημα με ισχυρά συμπτώματα αδράνειας και αυταρέσκειας, που αδυνατεί να αποτρέψει ή να μετριάσει έναν τόσο ισχυρό κίνδυνο και τις συνέπειές του. Η χώρα έχει σήμερα ένα πληθυσμιακό έλλειμμα εκατοντάδων χιλιάδων προσώπων: περίπου 600 χιλ. σε σχέση με τον συνολικό πληθυσμό που είχε το 2011 και περίπου 1 εκατ. σε σχέση με τον ενεργό πληθυσμό, αντίστοιχα.
Δημογραφικό και γήρανση εκδηλώνονται σε μια χώρα, η οποία διολισθαίνει όχι προς τα πίσω αλλά, ακόμα χειρότερα, προς τα εμπρός, προς ένα νέο σύνολο καταστάσεων που συνδέονται με όλο και πιο ευάλωτες και επικίνδυνες τάσεις που επηρεάζουν με προβληματικό τρόπο όλες τις μεγάλες εθνικές μας εξελίξεις και που για να ανατραπούν, χρειάζεται μια γενική κοινωνική και πολιτική εγρήγορση.
Η οικονομική κρίση του 2009 έπαιξε καταλυτικό ρόλο. Οδήγησε στη φυγή εκατοντάδων χιλιάδων Ελλήνων (250-300 χιλ. σε καθαρή βάση) και επηρέασε σοβαρά και τη γεννητικότητα. Βλέπουμε σήμερα πόσο μια κρίση στην οποία με ελαφρότητα οδηγηθήκαμε, έχει επιπτώσεις οι οποίες είναι πολύ πιο βαριές και από την οικονομική και πολιτική κατάρρευση που βιώσαμε. Η διολίσθηση αυτή είναι πάντως και αποτέλεσμα του πολιτικού αρνητισμού να καθορίσει και να υπηρετήσει ένα πλέγμα μεγάλων στόχων, οι οποίοι θα εμπνεύσουν σοβαρές παρεμβάσεις, θα ωθήσουν την κοινωνία προς τα εμπρός και θα εκφράσουν μεγάλες εθνικές προτεραιότητες, όπως είχαμε σε τρεις σημαντικές προγενέστερες φάσεις της μεταπολίτευσης (1974-2004).
Το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού συνδέεται ευθέως με τη χαμηλή πολιτική προτεραιότητα στην αντιμετώπιση των προβλημάτων των νέων ηλικιών, τις ευκαιρίες όσων είναι κάτω των 40 ετών να βρουν εργασία στο εξωτερικό, τις χαμηλές μισθολογικές αμοιβές και τα προβλήματα στέγασης των νέων εργαζομένων, με μια γενικευμένη διαφθορά στον τρόπο λειτουργίας της κοινωνίας και της πολιτικής, που απογοητεύει και απομακρύνει ιδίως το νεότερο και πιο μορφωμένο πληθυσμό και όσους θέλουν να κρατήσουν ένα επίπεδο αξιοπρέπειας. Συνδέεται, επίσης, με την ιδεοληπτική και μυωπική μη-αντιμετώπιση του μεταναστευτικού ζητήματος στη χώρα και την προβληματική αντιμετώπιση όσων μεταναστών και των παιδιών τους έχουν εγκατασταθεί και ενσωματωθεί εδώ και χρόνια στον ελληνικό χώρο.
Μεταξύ του Δημογραφικού και του τρόπου που λειτουργούν η πολιτική και η οικονομία υπάρχουν στενές αλληλεξαρτήσεις. Όσο διάστημα η πολιτική θα ρίχνει το βάρος σε σχήματα τύπου ΟΠΕΚΕΠΕ και η διαφθορά και τα εύκολα και υψηλά εισοδήματα τέτοιου τύπου θα κερδίζουν απέναντι στα εισοδήματα από την παραγωγική διαδικασία, η πραγματικότητα θα επιβαρύνεται. Όμως, το παίγνιο των επιφανειακών κινήσεων τελείωσε. Η απάντηση στην πρόκληση δεν είναι κάποια επιφανειακά μέτρα που θα ανακυκλώνονται κάθε 2-3 χρόνια, όταν θα έχει φανεί -για άλλη μια φορά- ότι ήταν αναποτελεσματικά. Χρειάζεται μακρύς χρόνος, συνέχεια και συνέπεια της πολιτικής από διαδοχικές κυβερνήσεις.

Επιπλέον, το σύνθημα δεν είναι «γεννάτε γιατί χανόμαστε». Είναι «να ξυπνήσουμε γιατί χανόμαστε», και όχι μόνο στο Δημογραφικό. Θέλει το κράτος να αλλάξει τον τρόπο λειτουργίας των δημόσιων φορέων, θέλει να αναβαθμίσει το σύστημα υγείας και τα πανεπιστήμια; Θέλει να βελτιώσει την ασφάλεια των πολιτών που κάθε μέρα πλήττεται ή τις συνθήκες ζωής των πιο επιβαρυμένων στρωμάτων της κοινωνίας; Η απάντηση που δίνει η ίδια η πραγματικότητά μας είναι μονοσήμαντη: δεν θέλει, δεν ξέρει, δεν αντέχει τέτοιες αλλαγές.
Συχνά αναφέρεται ότι τα κενά στην αγορά εργασίας μπορεί να καλυφθούν αν περισσότερος γυναικείος πληθυσμός επιλέξει ή αναγκαστεί να εργαστεί. Όμως, όταν λόγω χαμηλών αμοιβών εργασίας και έλλειψης κοινωνικών υποδομών πιέζεται τμήμα του γυναικείου πληθυσμού να μετατοπιστεί στην αγορά εργασίας χωρίς μορφές κοινωνικής υποστήριξης και υποδομών, η γεννητικότητα πλήττεται ακόμα περισσότερο.
Η Ελλάδα πλέον χάνει σε όλα τα πεδία του Δημογραφικού. Χάνει στα πρόσωπα υψηλής εξειδίκευσης, χάνει και στα πρόσωπα χαμηλής εξειδίκευσης, που αδυνατεί να συγκρατήσει. Χάνει και γενικότερα, καθώς το πρόβλημα της γήρανσης δεν είναι αριθμητικό ή πρόβλημα ισοζυγίου μεταναστευτικών ροών και γεννήσεων. Θέτει, επίσης, το τεράστιο ζήτημα της γλώσσας, της ιστορικής συνέχειας, συνείδησης, των πολιτισμικών δεσμών κατοίκων και χώρας, των αξιών και της συνεκτικής πορείας μας ως έθνος. Η δημογραφική υπεργήρανση θέτει εντελώς νέα προβλήματα. Με αναλογία ηλικιωμένων-νεότερων ηλικιών σχεδόν 0,9:1 (δηλαδή ηλικίες πάνω από 65 προς 18-65 ετών), όσοι εργάζονται θα σημαίνει ότι ίσα-ίσα θα διασφαλίζουν μια σύνταξη στους πρώτους; Ποια «χέρια» θα τους φροντίζουν στο σπίτι; Θα μπορούν οι εργαζόμενοι μεγάλης ηλικίας να αναλάβουν επενδύσεις με ρίσκο, να κατανοήσουν και να προωθήσουν τεχνολογικές αλλαγές και καινοτομίες και να προωθήσουν την ανάπτυξη;
Σε τελική ανάλυση, το Δημογραφικό δεν είναι μόνο μια σχέση νεότερων και μεγαλύτερων ηλικιών, αλλά του συνολικού τρόπου που θα λειτουργεί και θα πορεύεται η κοινωνία μας σε ένα μελλοντικό περιβάλλον θεαματικών ανατροπών. Ο μετριασμός του Δημογραφικού θα εξαρτηθεί από το αν μπορεί να δημιουργηθεί ένα συνολικό περιβάλλον, στο οποίο θα είναι βελτιωμένα όχι απλώς κάποια αριθμητικά δεδομένα αλλά βασικές σχέσεις και αξίες που αγγίζουν ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Συνεπώς, θα ήταν σωστό να προσθέσουμε «στο κάδρο» των κρίσιμων παραγόντων και τα οικονομικά-κοινωνικά αποτελέσματα της «συνολικής διακυβέρνησης».





























