Έρευνα ΙΟΒΕ: Μια πολυδιάστατη πρόκληση για την Ελλάδα

Έρευνα ΙΟΒΕ: Μια πολυδιάστατη πρόκληση για την Ελλάδα

Το Δημογραφικό Πρόβλημα δεν είναι μια απλή στατιστική, είναι το μέλλον της Ελλάδας που απειλείται. Διαβάστε την ειδική έκδοση του mama365.gr, με τη στήριξη της Eurobank. Ένα αφιέρωμα που ενώνει φωνές πολιτικών, ειδικών και οικογενειών. 

Οι προβλεπόμενες δημογραφικές εξελίξεις στην Ελλάδα είναι πολύ πιο ραγδαίες σε σχέση με το σύνολο της Ευρωζώνης, στην οποία ο πληθυσμός αναμένεται να μειωθεί κατά μόλις 4,2% έως το 2100. Με βάση την έκταση της αναμενόμενης μείωσης του πληθυσμού έως το 2100, η Ελλάδα κατατάσσεται στην τρίτη χειρότερη θέση στην Ευρωζώνη, μετά τη Λετονία και τη Λιθουανία.

Η Τράπεζα Eurobank χρηματοδότησε το Ίδρυμα Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών για να εκπονήσει μία μελέτη με στόχο την αποτύπωση  των δημογραφικών τάσεων και προοπτικών στη χώρα μας, αλλά  και την παρουσίαση των επιπτώσεων της γήρανσης σε βασικούς τομείς της ελληνικής οικονομίας. 

Η Eurobank φιλοδοξεί να διατυπώσει προτάσεις πολιτικής με στόχο την προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, την αντιμετώπιση των προκλήσεων που αναδύονται και, εν τέλει, την αντιμετώπιση του προβλήματος.

Επίσης, θέλει να συνεισφέρει ενεργά στη δημόσια συζήτηση για την ανάδειξη του επείγοντος χαρακτήρα και της σοβαρότητας του Δημογραφικού προβλήματος για την Ελλάδα.

Ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε κατά 441 χιλ. (-4,0%) την περίοδο 2011-2021. Σε αυτή την εξέλιξη συνεισέφερε η σημαντική άνοδος των μεταναστευτικών εκροών κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, ωστόσο οι γεννήσεις στην Ελλάδα υποχωρούν ήδη από το 1980. Ειδικότερα, ο συντελεστής γονιμότητας έχει υποχωρήσει σε κάτω από 1,5 μονάδες (επίπεδο που δεν αρκεί για την αναπλήρωση του πληθυσμού) ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1980, από 2,1-2,5 μονάδες τις δεκαετίες των 1960 και 1970.

Η μείωση και η γήρανση του πληθυσμού της χώρας προβλέπεται να συνεχιστούν τις επόμενες δεκαετίες. Στο σενάριο βάσης των δημογραφικών προβολών, ο πληθυσμός της Ελλάδας προβλέπεται να υποχωρήσει στα 8,1 εκατ. έως το 2100 -μια μείωση του πληθυσμού κατά 2,5 εκατ. άτομα ή 24% σε σχέση με το 2021. Μέχρι το 2050, οι προβολές του πληθυσμού δεν διαφοροποιούνται σημαντικά μεταξύ των σεναρίων της ανάλυσης.

Αντίθετα, μετά το 2050 ο πληθυσμός παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλες αποκλίσεις μεταξύ των σεναρίων των προβολών. Στο πιο αισιόδοξο σενάριο (υψηλής μετανάστευσης), ο πληθυσμός θα μειωθεί μεταξύ του 2022 και του 2100 κατά 16% σε 8,9 εκατ., ενώ η συρρίκνωση του πληθυσμού αναμένεται να είναι της τάξεως του 45% σε περίπτωση μηδενικών μεταναστευτικών ροών (σε 5,7 εκατ. το 2100).  Σημαντική εξέλιξη από τη σκοπιά των επιδράσεων σε τομείς κοινωνικής πολιτικής αποτελεί και η αλλαγή στη διάρθρωση του πληθυσμού. Οι πληθυσμιακές τάσεις διαφέρουν μεταξύ των περιφερειών της χώρας και οι τάσεις υπερβολικής συγκέντρωσης στα μεγάλα αστικά κέντρα της χώρας αναμένεται να συνεχιστούν. 

Ως προς την ηλικιακή διάρθρωση, ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων (old-age dependency ratio) προβλέπεται να υπερβεί τις 0,60 μονάδες μετά το 2050, από 0,35 μονάδες το 2020 και 0,29 μονάδες το 2010. Προβλέπεται επίσης να αυξάνεται σταδιακά και ο αριθμός των μονοπρόσωπων νοικοκυριών που αποτελούνται από άτομα μεγάλης ηλικίας χωρίς οικογενειακό δίκτυο υποστήριξης.

Η ανάλυση των δημογραφικών τάσεων και προβολών αναδεικνύει την ανάγκη για την εφαρμογή δημογραφικών πολιτικών για ενίσχυση της γονιμότητας και βελτίωση του μεταναστευτικού ισοζυγίου, με σκοπό τον μετριασμό της γήρανσης του πληθυσμού. Καθώς όμως οι θετικές επιδράσεις από αυτά τα μέτρα δεν αναμένεται να αποτυπωθούν σύντομα στους δημογραφικούς δείκτες, οι αναμενόμενες δημογραφικές μεταβολές αναπόφευκτα θα δημιουργήσουν πολύ σοβαρές προκλήσεις για μια σειρά από τομείς κοινωνικής πολιτικής. Επομένως, απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων πολιτικής, τόσο στην κατεύθυνση μετριασμού των δημογραφικών μεταβολών μακροπρόθεσμα όσο και για την προσαρμογή των βασικών τομέων πολιτικής σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα.

Το Δημογραφικό ζήτημα και οι επιπτώσεις του

Η Ελλάδα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια έντονη και μακροχρόνια δημογραφική κρίση, η οποία επηρεάζει βαθιά θεμελιώδεις πτυχές της κοινωνικής και οικονομικής ζωής της χώρας. Το συνταξιοδοτικό σύστημα, η αγορά εργασίας, οι οικογενειακές πολιτικές, η υγεία, η εκπαίδευση, η μεταναστευτική πολιτική και η συνολική οικονομική ανάπτυξη δέχονται σημαντικές πιέσεις από τη γήρανση του πληθυσμού και τη μείωση της γεννητικότητας.

Υγεία και υγειονομική περίθαλψη

Η πληθυσμιακή γήρανση δημιουργεί αυξημένη ζήτηση για υγειονομικές υπηρεσίες, καθώς συνδέεται με επιδείνωση της σωματικής και πνευματικής υγείας, αλλαγή στο προφίλ των νοσημάτων και διάσπαση των παραδοσιακών οικογενειακών δομών. Το ελληνικό σύστημα υγείας παρουσιάζει χρόνιες αδυναμίες: υψηλές ιδιωτικές δαπάνες, υπερβολική φαρμακευτική και νοσοκομειακή δαπάνη και υποεπένδυση στην πρόληψη, τη μακροχρόνια και την πρωτοβάθμια φροντίδα. Οι δημογραφικές εξελίξεις καθιστούν αναγκαία τη βελτίωση της ετοιμότητας και της ανθεκτικότητας του συστήματος υγείας.

Εκπαίδευση

Οι επιπτώσεις του Δημογραφικού προβλήματος είναι εμφανείς και στην εκπαίδευση. Ο αριθμός των μαθητών της πρώτης δημοτικού μειώθηκε κατά 16,5% μεταξύ 2014 και 2019 και αναμένεται συνολική μείωση 32,1% έως το 2100. Αυτή η τάση, αν δεν αντιμετωπιστεί, θα επιδεινώσει τη σπατάλη εκπαιδευτικών πόρων. Η Ελλάδα έχει ήδη τον χαμηλότερο αριθμό μαθητών ανά διδάσκοντα στον ΟΟΣΑ, χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε υψηλές επιδόσεις. Παρ’ όλα αυτά, η μείωση του μαθητικού πληθυσμού προσφέρει ευκαιρία για αναδιάρθρωση των δαπανών με στόχο τη στήριξη των παιδιών από ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.

Μεταναστευτική πολιτική

Η ένταξη των μεταναστών αποτελεί κρίσιμη πρόκληση. Η Ελλάδα υστερεί σε σύγκριση με την ΕΕ και τον ΟΟΣΑ στον Δείκτη MIPEX, όσον αφορά την εκπαίδευση, την πολιτική συμμετοχή, τη μόνιμη παραμονή και την ιθαγένεια. 

Η κοινωνική αποδοχή των μεταναστών παραμένει χαμηλή. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα καταγράφει περιορισμένα αποτελέσματα στην προσέλκυση υψηλής κατάρτισης μεταναστών. Οι εκροές Ελλήνων παραμένουν υψηλές, αν και τα πρώτα δείγματα επαναπατρισμού είναι θετικά. Είναι απαραίτητη μια συνεκτική μεταναστευτική πολιτική που θα ενισχύσει την ενσωμάτωση, θα προσελκύσει ανθρώπινο κεφάλαιο και θα περιορίσει τη φυγή ταλέντων.

Οικονομικές επιπτώσεις

Η μείωση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού επηρεάζει αρνητικά την παραγωγικότητα και τις δυνατότητες οικονομικής ανάπτυξης. Η αδράνεια απέναντι στο Δημογραφικό πρόβλημα ενέχει σοβαρές συνέπειες σε ΑΕΠ, απασχόληση και δημοσιονομικά έσοδα. Σύμφωνα με μακροοικονομικές προσομοιώσεις, αν συνεχιστούν οι παρούσες τάσεις, το 2100 το ΑΕΠ θα είναι κατά 58 δισ. ευρώ (ή 31%) χαμηλότερο από το 2019, η απασχόληση θα μειωθεί κατά 2,1 εκατομμύρια άτομα και τα δημοσιονομικά έσοδα θα υποχωρήσουν κατά 14 δισ. ευρώ. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ θα υποχωρήσει κατά 10%. Πολιτικές ενίσχυσης της γονιμότητας και αύξησης της μετανάστευσης θα μπορούσαν να περιορίσουν αυτές τις απώλειες: υψηλότερη γονιμότητα μειώνει τις απώλειες του ΑΕΠ κατά 10 π.μ., ενώ αυξημένη μετανάστευση κατά 7 π.μ.

Προτάσεις πολιτικής

Το Δημογραφικό είναι ένα πολυδιάστατο πρόβλημα που απαιτεί τον συντονισμό υπηρεσιών από πολλούς κοινωνικούς τομείς και θεσμική θωράκιση, ώστε οι πολιτικές που θεσπίζονται να μην ανατρέπονται μέσα από τον εκλογικό κύκλο. Για τον ίδιο λόγο, πολύ σημαντικό ρόλο στη χάραξη και υλοποίηση των σχετικών πολιτικών έχει και η συμμετοχή της ευρύτερης κοινωνίας.

Η συγκρότηση διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για το Δημογραφικό το 2017 ήταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αναγνώρισης της σημασίας του Δημογραφικού προβλήματος και στον προσδιορισμό πολιτικών για την επίλυσή του που χαίρουν ευρείας πολιτικής συναίνεσης. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των πολιτικών απαιτεί μεγαλύτερη συνέχεια και επιπλέον θεσμούς, με σκοπό τη διευκόλυνση του συντονισμού, της στοχοθεσίας, της υλοποίησης, της αξιολόγησης και της περαιτέρω βελτίωσης των σχετικών πολιτικών.

Προς αυτή την κατεύθυνση, προτείνεται η θέσπιση Εθνικού Συντονιστή για τον μετριασμό και την προσαρμογή στις δημογραφικές εξελίξεις. Ο σκοπός του Συντονιστή θα είναι ο συντονισμός της κατάρτισης Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την υλοποίηση πολιτικών με στόχο τον μετριασμό και την προσαρμογή στις δημογραφικές εξελίξεις. Το Εθνικό Σχέδιο Δράσης θα καταγράφει υφιστάμενα και υπό σχεδίαση μέτρα πολιτικής, με σχετικούς ποσοτικούς και ποιοτικούς στόχους, ορόσημα, πηγές χρηματοδότησης και χρονοδιαγράμματα. 

Για ουσιαστική και τακτική διαβούλευση και επικοινωνία του Εθνικού Σχεδίου Δράσης με την ευρύτερη κοινωνία προτείνεται η σύσταση Εθνικής Διακομματικής Επιτροπής για το Δημογραφικό πρόβλημα, με τη συμμετοχή εκπροσώπων δημόσιων φορέων, τοπικής αυτοδιοίκησης, κοινωνικών εταίρων, οργανισμών της κοινωνίας των πολιτών και μελών της ακαδημαϊκής κοινότητας. Με σκοπό τη διευκόλυνση της συλλογής διοικητικών δεδομένων και πληροφοριών για τον σχεδιασμό και υλοποίηση σχετικών μέτρων από τα αρμόδια υπουργεία προτείνεται η σύσταση Διυπουργικής Επιτροπής για το Δημογραφικό πρόβλημα. Τέλος, προτείνεται η σύσταση ανεξάρτητου Παρατηρητήριου Υλοποίησης Δημογραφικών Πολιτικών, με αντικείμενο την ανάλυση και αξιολόγηση της πορείας υλοποίησης του Εθνικού Σχεδίου Δράσης.

Συνταξιοδοτικό Σύστημα

Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων του ελληνικού πληθυσμού αναμένεται να επιδεινωθεί δραστικά, γεγονός που απειλεί τη βιωσιμότητα και την επάρκεια των συντάξεων. Η δημόσια δαπάνη για συντάξεις θα παραμείνει σε διψήφιο ποσοστό του ΑΕΠ έως και το 2070, ενώ το ποσοστό αναπλήρωσης για τη σύνταξη γήρατος εκτιμάται ότι θα περιοριστεί στο 55% έως το 2060. Για να προσαρμοστεί το σύστημα στις δημογραφικές εξελίξεις κρίνονται απαραίτητες παρεμβάσεις όπως η ενίσχυση του κεφαλαιοποιητικού άξονα, η επιμήκυνση του εργασιακού βίου και η θωράκιση των ήδη εφαρμοσμένων μεταρρυθμίσεων.

Αγορά εργασίας

Η γήρανση του πληθυσμού επηρεάζει άμεσα την αγορά εργασίας. Το εργατικό δυναμικό μειώνεται και η μέση ηλικία αυξάνεται, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερη παραγωγικότητα. Αν και η εμπειρία των μεγαλύτερων εργαζομένων αποτελεί θετικό παράγοντα, η μειωμένη διάθεση για απόκτηση νέων δεξιοτήτων, η περιορισμένη καινοτομία και τα προβλήματα υγείας λειτουργούν ανασταλτικά. Σημαντικό μέρος του εργατικού δυναμικού απασχολείται σε επαγγέλματα όπου η παραγωγικότητα φθίνει με την ηλικία. Επιπλέον, χαμηλά ποσοστά απασχόλησης, ειδικά σε γυναίκες και νέους άνδρες, επιτείνουν το πρόβλημα, καθιστώντας αναγκαίες πολιτικές για αύξηση της προσφοράς και παραγωγικότητας εργασίας.

Οικογενειακές πολιτικές και ισότητα των φύλων

Οι οικογενειακές πολιτικές επηρεάζουν άμεσα τη συμμετοχή των γυναικών στην εργασία. Η Ελλάδα δαπανά πολύ λιγότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο για οικογενειακές παροχές, κυρίως όσον αφορά περιοδικά επιδόματα και παροχές σε είδος. Παρότι τα εφάπαξ επιδόματα είναι σχετικά υψηλά, η χώρα υστερεί σοβαρά στον τομέα της ισότητας των φύλων, καταλαμβάνοντας την τελευταία θέση στην ΕΕ (Δείκτης EIGE 2021). Οι διαφορές μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού τομέα στις γονικές άδειες είναι σημαντικές και αναδεικνύουν την ανάγκη για πολιτικές που θα ενισχύσουν τη συμμετοχή των γυναικών στην αγορά εργασίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ

ΑΡΘΡΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑΤΟΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΜΑΣ

ΜΠΕΙΤΕ ΣΤΗΝ ΠΑΡΕΑ ΜΑΣ

Γραφτείτε στο Newsletter μας

Διαγωνισμοί, δώρα και τα πάντα για το παιδί και την οικογένεια!

Απόρρητο
v