Η Ελλάδα βρίσκεται στις έξι τελευταίες θέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τον δείκτη γονιμότητας, ο οποίος το 2023 διαμορφωνόταν στο 1,26 παιδιά ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας -αισθητά κάτω από το όριο αναπλήρωσης πληθυσμού (2,1), αλλά και κοντά στον μέσο όρο της Ε.Ε. (1,38). Το φαινόμενο αυτό, επομένως, δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό.
Αντίθετα, είναι ενταγμένο σε ένα ευρύτερο Ευρωπαϊκό και «Δυτικό» πλαίσιο με πολυπαραγοντική αιτιολογία (π.χ. αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στο παραγωγικό δυναμικό, μεταβολές στο σύστημα και συλλογικών αξιών/«Δυτικοποίηση», οικονομικές παράμετροι, βαθμός κρατικής μέριμνας για την ενίσχυση της οικογένειας). Η «Δυτικοποίηση» εξαπλώνεται και σε παραδοσιακές κοινωνίες της Ανατολής (Aσία), όπως πιστοποιείται από τη διαχρονική μείωση των γεννήσεων ανά γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας, αλλά και την ανθεκτικότητα των παραδοσιακών αξιών/προτύπων σε ορισμένες περιοχές των χωρών αυτών.
Ας μιλήσουμε για το παράδειγμα της Τουρκίας. Όπως καταδεικνύεται και στο έργο του καθηγητή Αχμέτ Νταβούτογλου «Το Στρατηγικό Βάθος», το οποίο συγκροτεί και σήμερα το υπόβαθρο της εξωτερικής πολιτικής της γειτονικής χώρας, η Άγκυρα επενδύει στην πληθυσμιακή μεγέθυνση ως παράγοντα εθνικής ισχύος. Παρά τη μείωση της γονιμότητας στην Τουρκία (από 5.78 παιδιά/γυναίκα αναπαραγωγικής ηλικίας το 1970, σε 1,51 το 2023) και τις σημαντικές περιφερειακές διαφορές ανάμεσα στην Ανατολική και τη Δυτική Τουρκία (ισχυρό αποτύπωμα «Δυτικοποίησης»), η χώρα εξακολουθεί να διαθέτει πλεονέκτημα στον δημογραφικό τομέα.
Μάλιστα, η Τουρκία επιδεικνύει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τους μουσουλμανικούς πληθυσμούς της Βαλκανικής -περιλαμβανομένης της ελληνικής Θράκης- αλλά και για τις παράτυπες μεταναστευτικές ροές από Ασία και Αφρική που περνούν μέσω Ελλάδας. Για την Τουρκία, η μουσουλμανική μειονότητα της ελληνικής Θράκης αποτελεί «Οθωμανικό κατάλοιπο». Αναφέρει χαρακτηριστικά ο καθηγητής Αχμέτ Νταβούτογλου, πρώην πρωθυπουργός της Τουρκίας, στο βιβλίο του με τίτλο «Το στρατηγικό βάθος - Η διεθνής θέση της Τουρκίας», ότι οι τουρκικές και μουσουλμανικές μειονότητες που διαβιούν στη Βουλγαρία, στην Ελλάδα (...) αποτελούν σημαντικά στοιχεία της πολιτικής της Τουρκίας.
Η εικόνα των μεταναστευτικών ροών στην Ελλάδα είναι σύνθετη. Αν και στο παρελθόν η χώρα μας ωφελήθηκε από την είσοδο μεταναστών από τα Βαλκάνια και την Ανατολική Ευρώπη, οι οποίοι ενσωματώθηκαν επιτυχώς στην κοινωνία (διότι διέθεταν πολιτισμικά χαρακτηριστικά που διευκόλυναν την κοινωνική τους ένταξη), η κατάσταση έχει μεταβληθεί σημαντικά. Οι σύγχρονες μεταναστευτικές ροές από χώρες της Ασίας και της Αφρικής παρουσιάζουν διαφορετικά χαρακτηριστικά και εμφανίζουν χαμηλότερες πιθανότητες ένταξης, γεγονός που θέτει ζητήματα κοινωνικής συνοχής και εθνικής ασφάλειας. Επιπλέον, οι γεννήσεις από αλλοδαπές μητέρες μειώνονται, ενώ η συμβολή τους στη συνολική γονιμότητα είναι περιορισμένη, παρά την υψηλότερη γονιμότητά τους συγκριτικά με τις Ελληνίδες. Παρόμοια συμπεράσματα καταγράφονται και σε μελέτες από χώρες όπως η Γαλλία και το Ισραήλ. Επομένως, η εισερχόμενη μετανάστευση δεν αποτελεί πανάκεια για τη λύση του Δημογραφικού. Αντίθετα, δεν προκύπτουν ενδείξεις ότι θα υπάρξει ποσοτικά κάποια καταλυτική ευεργετική επίπτωση των μεταναστευτικών ροών στο Δημογραφικό μας πρόβλημα, ενώ από ποιοτική άποψη δύνανται να προκύψουν κίνδυνοι κοινωνικής συνοχής και εθνικής ασφάλειας.

Μια εναλλακτική στρατηγική που αναδεικνύεται σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι η στροφή στην ύπαιθρο. Στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε., οι γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας που ζουν σε αγροτικές περιοχές εμφανίζουν υψηλότερη γονιμότητα. Στην Ελλάδα, όμως, η διαφορά είναι αμελητέα -γεγονός που καταδεικνύει ότι οι αγροτικές περιοχές δεν έχουν αξιοποιηθεί επαρκώς ως πυλώνες αναγέννησης.
Η βελτίωση της ποιότητας ζωής στην ύπαιθρο, η πρόσβαση σε υποδομές και υπηρεσίες και η στήριξη των νέων οικογενειών μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Στη Ρωσία, για παράδειγμα, η ανάπτυξη της υπαίθρου αποτελεί ένα σημαντικό σημείο της δημόσιας συζήτησης για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης.
Η αύξηση της μέσης ηλικίας τεκνοποίησης καθιστά αναγκαία την ενίσχυση των υπηρεσιών υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Παράλληλα, οι αμβλώσεις εξακολουθούν να αποτελούν ένα ζήτημα που δεν καταγράφεται επαρκώς -ωστόσο, οι εκτιμήσεις κάνουν λόγο για περίπου 15 αμβλώσεις ανά 1.000 γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας, αριθμός σημαντικός. Συνεπώς, και εφόσον εξαιρεθούν οι διακοπές κύησης με ιατρική ένδειξη, θα μπορούσαν να στηριχτούν οι γυναίκες αυτές προκειμένου -εάν το επιθυμούν φυσικά- να συνεχίσουν την εγκυμοσύνη τους.
Το Δημογραφικό ζήτημα δεν είναι απλώς η στατιστική της γονιμότητας, της μετανάστευσης ή του ισοζυγίου γεννήσεων-θανάτων. Είναι η συμπύκνωση όλων των υπαρξιακών προκλήσεων του εθνικού μας βίου: οικονομίας, κοινωνικής συνοχής, εθνικής άμυνας και -τελικά- βιωσιμότητας της Ελληνικής Δημοκρατίας, του εθνικού μας κράτους. Το εθνικό κράτος δεν είναι μόνο ο φορέας των ιστορικών παραδόσεων και της ασφάλειας των πολιτών του, είναι και το πλαίσιο όπου έχουν εγγραφεί τα δικαιώματα του πολίτη και των εργαζομένων, αλλά και το βάθρο της ευρείας αναπαραγωγής της οικογένειας.
Χρειαζόμαστε, πέρα από τις «υλικές» παρεμβάσεις (π.χ. στήριξη της οικογένειας/μητρότητας, εξορθολογισμό και προγραμματισμό της εισερχόμενης μετανάστευσης, ανάπτυξη και προστασία της Θράκης) και «άυλα» μέτρα: την καλλιέργεια ιστορικής αυτογνωσίας, την ανάδειξη της σημασίας και αξίας του «ανήκειν» στο εθνικό κράτος της Ελληνικής Δημοκρατίας και τη διαμόρφωση -εν τέλει- ενός εθνικού αφηγήματος που θα νοηματοδοτήσει τη συλλογική μας πορεία.





























